25.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Κεντρική Επιτροπή έχει εξουσία και καθήκον να επιλαμβάνεται και χειρίζεται κατά τον καθορισμένο τρόπο-
(α) Θέματα αλλαγών στα σχέδια, στους όρους ή στις προδιαγραφές των Συμβάσεων Δημοσίου και
(β) απαιτήσεις εργολάβων, προμηθευτών, συμβούλων και εργοδότη.
(γ) ανανέωση ή μεταβίβαση, εν όλω ή εν μέρει, της έννομης σχέσης Σύμβασης Δημοσίου, νοουμένου ότι συμφωνούν τόσο ο αρχικός όσο και ο νέος Συμβασιούχος:
(2) Οποτεδήποτε κρίνεται σκόπιμο ή απαραίτητο, η Κεντρική Επιτροπή έχει δικαίωμα να εξουσιοδοτεί τον Αρμόδιο Λειτουργό ή τον Υπεύθυνο Συντονιστή, καθώς και τις αρμόδιες Τμηματικές Επιτροπές Αλλαγών και Απαιτήσεων οι οποίες συστήνονται για το σκοπό αυτό στο επίπεδο υπουργείων ή ανεξαρτήτων γραφείων, υπηρεσιών ή τμημάτων, για να χειρίζονται αλλαγές και/ή απαιτήσεις αξίας που δεν υπερβαίνει τα αντίστοιχα ποσοστά και ανώτατα ποσά που καθορίζονται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου.
(3) Οι Τμηματικές Επιτροπές που αναφέρονται στο εδάφιο (2) αποτελούνται από τρεις τουλάχιστο δημόσιους λειτουργούς που διορίζονται από την οικεία προϊστάμενη αρχή του υπουργείου ή ανεξάρτητου γραφείου, τμήματος ή υπηρεσίας. Στις Επιτροπές αυτές μπορεί να συμμετέχει με δικαίωμα ψήφου και εκπρόσωπος του Γενικού Λογιστή. Η λειτουργία των Επιτροπών αυτών διέπεται από τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που αφορούν τα αντίστοιχα Τμηματικά ή Υπηρεσιακά Συμβούλια.
(3Α) Στην περίπτωση των βελτιώσεων/επεκτάσεων του κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία διορίζει τριμελή Τμηματική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων, που συνίσταται από τον ανώτερο λειτουργό του Γενικού Λογιστηρίου που υπηρετεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο οποίος ως εκ της θέσεώς του προεδρεύει αυτής, έναν εκπρόσωπο της Διεύθυνσης Ελέγχου του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και έναν εκπρόσωπο του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, για να χειρίζονται, με βάση τις πρόνοιες του βασικού νόμου και των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, αλλαγές και/ή απαιτήσεις αξίας που δεν υπερβαίνει τα αντίστοιχα ποσοστά και ανώτατα ποσά που καθορίζονται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου.
(4) Ανεξάρτητα αν η προτεινόμενη αλλαγή συνεπάγεται ή όχι αυξομείωση της προβλεπόμενης δαπάνης, αξία της αλλαγής θεωρείται το μεγαλύτερο από τα πιο κάτω:
(α) Είτε η αξία της εργασίας που επηρεάζεται από την αλλαγή, όπως αυτή καθορίζεται στο συμβόλαιο πριν από την πραγματοποίηση της αλλαγής είτε
(β) η εκτιμηθείσα δαπάνη της εργασίας, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την αλλαγή.
(5) Οποτεδήποτε η Κεντρική Επιτροπή παρέχει εξουσιοδότηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) για την πραγματοποίηση οποιωνδήποτε αλλαγών σε συμβόλαια για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών, καθώς και για την εξέταση απαιτήσεων εργολάβων, προμηθευτών, συμβούλων και εργοδότη, ενεργεί με βάση την καθορισμένη διαδικασία.
(6) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
(α) Οι όροι 'Αρμόδιος Λειτουργός' και 'Υπεύθυνος Συντονιστής' σημαίνουν, ανάλογα με την περίπτωση, το πρόσωπο που ορίζεται από τον προϊστάμενο του τμήματος, της υπηρεσίας ή του ανεξάρτητου γραφείου, για να συντονίζει και παρακολουθεί την εκπλήρωση της Σύμβασης Δημοσίου ως εκπρόσωπος του εργοδότη·
(β) όσον αφορά τα θέματα που σχετίζονται με τις εργασίες για βελτιώσεις/επεκτάσεις του κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων, διορίζεται από τον Προϊστάμενο της Βουλής των Αντιπροσώπων ως 'Αρμόδιος Λειτουργός' και ως 'Υπεύθυνος Συντονιστής' μέλος του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, στις περιπτώσεις Συμβάσεων Δημοσίου που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ειδικού Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, το ίδιο το Ειδικό Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών έχει εξουσία να επιλαμβάνεται και χειρίζεται κατά τον καθορισμένο τρόπο:
(α) Θέματα αλλαγών στα σχέδια, στους όρους ή στις προδιαγραφές των Συμβάσεων Δημοσίου,
(β) απαιτήσεις συμβούλων, εργολάβων, προμηθευτών και εργοδότη, καθώς, και
(γ) ανανέωση ή μεταβίβαση, εν όλω ή εν μέρει, της έννομης σχέσης Σύμβασης Δημοσίου, νοουμένου ότι συμφωνούν τόσο ο αρχικός όσο και ο νέος Συμβασιούχος Δημοσίου:
Νοείται ότι σε τέτοια περίπτωση η καταλληλότητα του νέου Συμβασιούχου πρέπει να αξιολογείται με τα ίδια κριτήρια που πληρούσε ο αρχικός συμβασιούχος.