27Ε.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, δύναται να ζητήσει είτε από την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27, είτε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης, όπως υποκατάστημα ενός ΑΠΙ θεωρηθεί σημαντικό. Το αίτημα παραθέτει τους λόγους για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εξής:
(i) κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνει το δύο τοις εκατό (2%) στη Δημοκρατία·
(ii) τον πιθανό αντίκτυπο της αναστολής ή του τερματισμού των εργασιών του πιστωτικού ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία· και
(iii) το μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Δημοκρατίας.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης και η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή όπου εφαρμόζεται το εδάφιο (6) του άρθρου 27 καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τον καθορισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικού.
(γ) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, αποφασίζει η ίδια, εντός περαιτέρω προθεσμίας δύο μηνών, κατά πόσο το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Για τη λήψη της απόφασης αυτής, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη όλες τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της αρμόδιας για την ενοποιημένη εποπτεία αρχής ή των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους καταγωγής.
(γ1) [Διαγράφηκε].
(δ) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), παρατίθενται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση, διαβιβάζονται στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και αναγνωρίζονται ως καθοριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκομένων κρατών-μελών.
(ε) Ο καθορισμός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών υπό την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.
(στ) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής σημαντικού υποκαταστήματος λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και συνεργάζεται με αυτή προκειμένου να εκτελέσουν τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27.
(2)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποτελεί εποπτική αρχή κράτους-μέλους προέλευσης, διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 39(10Α)(γ) και (δ) και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 27(6)(γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής.
(β) Εάν η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως εποπτική αρχή κράτους-μέλους προέλευσης και αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός πιστωτικού ιδρύματος κατά το άρθρο 27(8), ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 27Γ(1) και τις αρχές της Δημοκρατίας που προβλέπονται στο άρθρο 28Γ.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή κράτους- μέλους υποδοχής σημαντικού υποκαταστήματος λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iii) και (iv) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (10Α) του άρθρου 39 και συνεργάζεται με αυτή προκειμένου να εκτελέσουν τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (6) του άρθρου 27.
(3)(α) Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το εδάφιο (11Α) του άρθρου 39, η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή που εποπτεύει ΑΠΙ με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει την κατάληξη σε κοινή απόφαση ως προς τον προσδιορισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 28Γ. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές διευθετήσεις που καθορίζονται από την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή κράτους-μέλους προέλευσης, έπειτα από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.
(β) Στην απόφαση της η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρχές, ιδίως δε τον ενδεχόμενο αντίκτυπο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη-μέλη, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1Β) του άρθρου 26, και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.