32Δ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την αρχή εξυγίανσης, προκειμένου αυτή να προβεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του Νόμου Εξυγίανσης, σε απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων που εκδίδονται από ΑΠΙ, όταν -
(α) Διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που παρατίθενται στο άρθρο 32Γ του παρόντος Νόμου και στο άρθρο 42 του Νόμου Εξυγίανσης·
(β) διαπιστώσει ότι, αν η αρχή εξυγίανσης δεν προβεί σε απομείωση ή μετατροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του Νόμου Εξυγίανσης, όσον αφορά τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα, το ΑΠΙ θα παύσει να είναι βιώσιμο·
(γ) σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική τα οποία αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη Δημοκρατία είτε ως αρμόδια αρχή θυγατρικού ΑΠΙ, από κοινού με την ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής ή την αρχή ενοποιημένης εποπτείας αντίστοιχα διαπιστώνουν, με τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφοι 3 και 4, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·
(δ) ενεργώντας ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη Δημοκρατία, σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από ΑΠΙ που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση και που αναγνωρίζονται για σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο του μητρικού ΑΠΙ ή σε ενοποιημένη βάση, διαπιστώνει ότι, αν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·
(ε) απαιτείται έκτακτη δημόσια οικονομική στήριξη για το ΑΠΙ εκτός από οποιεσδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32Γ(2)(δ)(iii).
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ένα ΑΠΙ ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Το ΑΠΙ ή ο όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας·
(β) λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών συνθηκών, δεν υπάρχει εύλογη προοπτική ότι οποιαδήποτε δράση, περιλαμβανομένων των εναλλακτικών μέτρων του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης), πλην της απομείωσης ή της μετατροπής κεφαλαιακών μέσων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δύναται να αποτρέψει την αφερεγγυότητα του ΑΠΙ ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ένα ΑΠΙ θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που παρατίθενται στο άρθρο 32Γ(2).
(4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που στηρίζουν τη διαπίστωση ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, μεταξύ άλλων, αλλά άνευ περιορισμού, διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.
(5) Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.
(6) Όταν η Κεντρική Τράπεζα καταλήγει στη διαπίστωση ότι ένας όμιλος τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, την γνωστοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή εξυγίανσης.
(7) Πριν καταλήξει στη διαπίστωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1), όσον αφορά θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς κάλυψης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει τις απαιτήσεις γνωστοποίησης και διαβούλευσης που προβλέπονται στο άρθρο 32ΣΤ.