10Δ.-(1) Εάν η Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α ή παρέχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α, δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση.
(2) Εάν το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν πράξει τα απαραίτητα, η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής.
(3) Εάν, παρά τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής ή λόγω της ακαταλληλότητας τυχόν μέτρων που λήφθησαν από τις εν λόγω αρχές ή επειδή δεν υπάρχουν τέτοια μέτρα στο κράτος-μέλος καταγωγής, το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες εποπτικές αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής, να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κατασταλούν νέες παραβιάσεις και, εφόσον είναι απαραίτητο, μπορεί να εμποδίσει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στη Δημοκρατία.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου 10Β και των εδαφίων (1) έως (3) του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την εξουσία της Κεντρικής Τράπεζας να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή των πράξεων που διενεργούνται στο έδαφος της Δημοκρατίας κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου. Αυτό συνεπάγεται τη δυνατότητα να εμποδίζει η Κεντρική Τράπεζα τα παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν σε νέες πράξεις στη Δημοκρατία.
(5) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην άσκηση παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο και να ανακοινώνεται από την Κεντρική Τράπεζα προς το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.