23Δ.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εξετάζει, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39 και με τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στο βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ικανοποιεί τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που παρατίθενται στα άρθρα 23Β και 23Γ.
(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 23Β και στο παρόν άρθρο και λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων ανάκαμψης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις αρμόδιες αρχές για τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας και με την αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για θυγατρικά ΑΠΙ σχετικά με τα εξής:
(i) Την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου·
(ii) την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης σε ατομική βάση για πιστωτικά ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και
(iii) την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 23Β(5) και (6).
(β)(i) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 23Γ(3).
(ii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή θυγατρικού ΑΠΙ, προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το Άρθρο 7, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να υποβάλει αίτηση στην ΕΑΤ για να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία βάσει του Άρθρου 31, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(3)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 23B(5), να λάβει ΑΠΙ που είναι η μητρική επιχείρηση στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τα ζητήματα αυτά.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, λαμβάνει απόφαση αφού λάβει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από τις άλλες αρμόδιες αρχές κατά την τετράμηνη περίοδο.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, γνωστοποιεί την απόφαση στο μητρικό ΑΠΙ και στις άλλες αρμόδιες αρχές.
(δ) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (2) έχει παραπέμψει θέμα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.
(ε) Η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(στ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(4)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με -
(i) Την εκπόνηση σχεδίου ανάκαμψης σε ατομική βάση για πιστωτικά ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής, και
(ii) την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 23B(5) και (6)·
κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια επί του εν λόγω ζητήματος.
(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για τη θυγατρική, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.
(γ) Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού.
(δ) Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(ε) Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για το θυγατρικό ΑΠΙ σε ατομικό επίπεδο.
(5) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα και άλλες αρμόδιες αρχές δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου όσον αφορά τις οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
(6) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στα εδάφια (2) ή (5) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα σχετικά κράτη μέλη.
(7) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να υποβάλει αίτημα σύμφωνα με τα εδάφια (3) ή (4) στην ΕΑΤ να βοηθήσει την Κεντρική Τράπεζα και τις άλλες αρμόδιες αρχές προς την επίτευξη συμφωνίας, βάσει του Άρθρου 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 23Β(6)(α), (β) και (γ).