3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), των διατάξεων του Μέρους IV και του εδαφίου (1) του άρθρου 35, η άσκηση τραπεζικών εργασιών ή οι εργασίες αποδοχής καταθέσεων από οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός από τράπεζα απαγορεύονται.
(2) Το εδάφιο (1) δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων από πρόσωπο που καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα υπό όρους και περιορισμούς που κατά την κρίση της ήθελε εκάστοτε ορίσει:
(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να εξαιρεί ορισμένες συναλλαγές από τον ορισμό της <κατάθεσης>, με αναφορά σε οποιουσδήποτε παράγοντες που κρίνει κατάλληλους και, ιδιαίτερα, με αναφορά σε οποιουσδήποτε από τους ακόλουθους όρους -
(α) Tο ποσό της κατάθεσης·
(β) τη συνολική υποχρέωσή του προσώπου που αποδέχεται την κατάθεση προς τους καταθέτες του·
(γ) τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ή το σκοπό, για τον οποίο έγινε η κατάθεση·
(δ) τον αριθμό ή τα ποσά των συναλλαγών οποιασδήποτε ιδιαίτερης περιγραφής που διενεργούνται από το πρόσωπο που αποδέχεται την κατάθεση ή τη συχνότητα, με την οποία το πρόσωπο αυτό διενεργεί συναλλαγές οποιασδήποτε ιδιαίτερης περιγραφής.
(4) Οποτεδήποτε η Κεντρική Τράπεζα, έχει εύλογες υπόνοιες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός από τράπεζα, ασκεί ή παρουσιάζεται ότι ασκεί τραπεζικές εργασίες ή ασχολείται με εργασίες αποδοχής καταθέσεων από το κοινό, δύναται, με γραπτή ειδοποίηση προς το πρόσωπο αυτό, να το καλέσει να παρουσιάσει σε αρμόδιο λειτουργό της, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση, οποιαδήποτε βιβλία ή έγγραφα που ορίζονται στην ειδοποίηση για να εξακριβωθεί από το λειτουργό αυτό κατά πόσο ασκήθηκε οποιαδήποτε εργασία η οποία απαγορεύεται σύμφωνα με το εδάφιο (1).