28.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διευθετεί, τριμερείς συναντήσεις με κάθε ΑΠΙ και τον εγκεκριμένο ελεγκτή της για συζήτηση θεμάτων που σχετίζονται με τις εποπτικές αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας και οι οποίες προκύπτουν από τον έλεγχο που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 24, περιλαμβανομένων σχετικών πτυχών των εργασιών της, του λογιστικού συστήματος, του εσωτερικού ελέγχου και του ετήσιου ισολογισμού και λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται αν το θεωρήσει επιθυμητό ή αναγκαίο προς το συμφέρον των καταθετών να διευθετεί διμερείς συναντήσεις με τους εγκεκριμένους ελεγκτές ΑΠΙ.
(3) Η καλή τη πίστη γνωστοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα ή σε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή, γεγονότων ή αποφάσεων του εδαφίου (1), από εγκεκριμένο ελεγκτή δεν αποτελεί παράβαση τυχόν περιορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικά ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η γνωστοποίηση διενεργείται ταυτόχρονα στο διοικητικό όργανο του πιστωτικού ιδρύματος, εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.
(3Α)(α) Ο εγκεκριμένος ελεγκτής υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά πιστωτικό ίδρυμα, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό του και τα οποία είναι δυνατόν-
(i) να αποτελούν σημαντική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος,
(ii) να επηρεάσουν τη συνεχή λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος, ή
(iii) να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
(β) Ο εγκεκριμένος ελεγκτής υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην Κεντρική Τράπεζα γεγονότα ή αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο επιχείρησης που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο εγκεκριμένος ελεγκτής αυτό διενεργεί τον εν λόγω έλεγχο.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να απαιτεί από ΑΠΙ να προβεί σε αντικατάσταση εγκεκριμένου ελεγκτή, εάν αυτός παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των παραγράφων (α) ή/και (β) του παρόντος εδαφίου.