10Α.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Β και των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, δεν απαιτείται η έκδοση άδειας από την Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών ή ίδρυσης υποκαταστημάτων από πιστωτικό ίδρυμα άλλου κράτους-μέλους, ή χρηματοδοτικό ίδρυμα άλλου κράτους-μέλους που είναι είτε θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή θυγατρική δύο ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων, στην οποία μητρική έχει χορηγηθεί άδεια από το άλλο κράτος-μέλος που περιλαμβάνει τη διεξαγωγή εργασιών που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες πιστωτικού ιδρύματος ή σχετίζονται στενά με αυτές όπως ορίζονται στις παραγράφους (α) έως (ιβ) του εδαφίου (3) του άρθρου 13 ή σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών ή/και διεξαγωγής δραστηριοτήτων που προβλέπονται στα Τμήματα Α και Β του Παραρτήματος Ι σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο Τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας και νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται με οδηγία που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα κατά τις πρόνοιες του άρθρου 41:
(2)(α) Η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής που χορήγησε τη σχετική άδεια σε πιστωτικό ίδρυμα, ή χρηματοδοτικό ίδρυμα το οποίο ορίζεται στο εδάφιο (1), που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στη Δημοκρατία, γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα τα ακόλουθα στοιχεία:
(i) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή·
(ii) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, από την οποία μπορεί να ζητούνται έγγραφα·
(iii) τα ονόματα των μελλοντικών υπευθύνων για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος·
(iv) τα ίδια κεφάλαια και το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της υποπαραγράφου (iv) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, στην περίπτωση χρηματοδοτικού ιδρύματος που ορίζεται στο εδάφιο (1), η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής γνωστοποιεί επίσης στην Κεντρική Τράπεζα το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοδοτικού ιδρύματος και το σύνολο των ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων και ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος που είναι η μητρική του επιχείρηση.
(γ) Η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής που χορήγησε τη σχετική άδεια, πλην της περίπτωσης κατά την οποία η εν λόγω αρχή, λαμβάνοντας υπόψη της το εν λόγω πρόγραμμα δραστηριοτήτων, έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, γνωστοποιεί τα πιο πάνω στοιχεία στην Κεντρική Τράπεζα και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα μέσα σε τρεις μήνες αφότου περιέλθουν σε γνώση της οι πιο πάνω πληροφορίες.
(δ) Η Κεντρική Τράπεζα έχει προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή της πιο πάνω γνωστοποίησης για να οργανώσει την εποπτεία του εν λόγω υποκαταστήματος και να γνωστοποιήσει, εάν χρειάζεται, τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι εν λόγω δραστηριότητες πρέπει να ασκούνται στη Δημοκρατία.
(3) Η αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής που χορήγησε τη σχετική άδεια κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες σε διασυνοριακή βάση ασκώντας δραστηριότητες στο έδαφος της Δημοκρατίας, αποστέλλει στην Κεντρική Τράπεζα γνωστοποίηση των δραστηριοτήτων, τις οποίες το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα προτίθεται να ασκήσει σε διασυνοριακή βάση στο έδαφος της Δημοκρατίας, μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της γνωστοποίησης της πρόθεσης του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοδοτικού ιδρύματος στην ίδια αρμόδια αρχή.
(4) Το πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα, μόλις λάβει ανακοίνωση εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους της, μόλις λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2), δύναται να εγκατασταθεί και να αρχίσει δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία.
(5) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου (i), (ii) και (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), το πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοδοτικό ίδρυμα γνωστοποιεί γραπτώς αυτή τη μεταβολή στις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής και στην Κεντρική Τράπεζα, τουλάχιστον ένα μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους καταγωγής να μπορέσει να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (2) και η Κεντρική Τράπεζα να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2).