Ερμηνεία

2. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

"άδεια" σημαίνει άδεια λειτουργίας που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου για τη διεξαγωγή εργασιών πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία·

"αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα" ή "ΑΠΙ" σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο χορηγήθηκε άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου·

"αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή" σημαίνει την αρχή που είναι αρμόδια για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση∙

"αρμόδιες εποπτικές αρχές" σημαίνει τις κρατικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων, να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα˙

"ασφαλιστική επιχείρηση" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και ΄Αλλων Συναφών Θεμάτων Νόμους του 2002 έως (Αρ. 6) του 2004·

"βιβλία ή έγγραφα" σημαίνει λογαριασμούς, αξιόγραφα, συμβόλαια, έντυπα και έγγραφα, σε οποιαδήποτε μορφή και περιλαμβάνει "βιβλία ή έγγραφα" εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές·

"γραφείο αντιπροσωπείας" σημαίνει γραφείο από το οποίο προωθούνται ή υποβοηθούνται με οποιοδήποτε τρόπο τα συμφέροντα του ιδρύματος στο οποίο ανήκει αλλά στο οποίο δεν διεξάγονται εργασίες πιστωτικού ιδρύματος στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία·

"δεσμός ελέγχου" σημαίνει τις σχέσεις μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης˙

"διαδικασία εκκαθάρισης" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό,  σε σχέση με τράπεζα, από το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου και, σε σχέση με συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα και τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, από το Μέρος IX του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·

"διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων" έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010∙

"διευθυντής" σημαίνει τον πρώτο εκτελεστικό διευθυντή ΑΠΙ και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εργοδοτείται από ΑΠΙ και το οποίο ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή είναι υπεύθυνο για την τήρηση λογαριασμών ή άλλων αρχείων του ΑΠΙ κάτω από την άμεση εξουσία μέλους διοικητικού οργάνου ή πρώτου εκτελεστικού διευθυντή·

"διοικητικό όργανο" σημαίνει το όργανο ενός ιδρύματος τόσο με διοικητικές όσο και με εποπτικές αρμοδιότητες, τo οποίo καθορίζει τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του εν λόγω νομικού προσώπου και επιβλέπει και παρακολουθεί τη λήψη των αποφάσεων από τα διευθυντικά στελέχη και συμπεριλαμβάνει πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου, όπως –

(α) σε σχέση με τράπεζα, το διοικητικό συμβούλιο· και
(β) σε σχέση με ΣΠΙ, την επιτροπεία·

"ΕΑΤ" σημαίνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010∙

"εγκεκριμένος ελεγκτής" σημαίνει το νόμιμο ελεγκτή και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο κατά την έννοια που αποδίδονται στους όρους αυτούς από το άρθρο 2 του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και περιλαμβάνει την Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών που καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 19 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"εκκαθάριση" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό -

(α) σε σχέση με τράπεζα, από το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, και

(β) σε σχέση με συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα και την Κεντρική Συνεργατική Τράπεζα, από το Μέρος IX του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"εκκαθαριστής" έχει την έννοια που αποδίδεται  -

(α) σε σχέση με τράπεζα, στον όρο "εκκαθαριστής" από το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου και στους όρους  ‘παραλήπτης’ και ‘διαχειριστής’ από το Μέρος VI  του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται· και

(β) σε σχέση με συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα και τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, από το Μέρος ΙΧ του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"έλεγχος" σε σχέση με εταιρεία σημαίνει-

(α) την ιδιοκτησία από πρόσωπο του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας ή της μητρικής αυτής εταιρείας που του εξασφαλίζει το δέκα ή περισσότερο από το δέκα τοις εκατό των ψήφων σε οποιαδήποτε γενική συνέλευση της εταιρείας ή της μητρικής της εταιρείας, ή

(β) την ικανότητα προσώπου να ορίζει με οποιοδήποτε τρόπο την εκλογή της πλειοψηφίας των συμβούλων της εταιρείας ή της μητρικής της εταιρείας·

"επιτροπεία" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"Επιτροπή" σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

"Επίτροπος" [Διαγράφηκε]·

"επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών" ή "ΕΠΕΥ" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμους του 2007 και 2009, αλλά δεν περιλαμβάνει-

(α) τοπική επιχείρηση όπως ορίζεται στην Ενότητα Β των Οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας προς τις ΑΠΙ για τον Υπολογισμό των Κεφαλαιακών Απαιτήσεων και των Μεγάλων Χρηματοδοτικών Ανοιγμάτων του 2006 έως 2010, και

(β) τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν άδεια μόνο για την παροχή υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή/και για τη λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα, χωρίς να κατέχουν χρήματα ή τίτλους που ανήκουν στους πελάτες τους, και οι οποίες, για το λόγο αυτό, δεν μπορούν να βρίσκονται ποτέ σε θέση οφειλέτη έναντι των πελατών τους∙

"επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών" σημαίνει επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, στη διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων·

"εργασίες αποδοχής καταθέσεων" [Διαγράφηκε]·

"εργασίες πιστωτικού ιδρύματος" σημαίνει εργασίες οι οποίες συνίστανται κατά κύριο λόγο στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό·

"εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων" σημαίνει εταιρεία διαχείρισης αμοιβαίου κεφαλαίου κατά την έννοια του άρθρου 41 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου, καθώς και επιχείρηση η οποία έχει το εγγεγραμμένο της γραφείο σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 43 του εν λόγω νόμου εάν είχε το εγγεγραμμένο της γραφείο σε άλλο κράτος-μέλος·

"εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών" σημαίνει εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών όπως αυτή ορίζεται στην Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Τραπεζών που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων˙

"Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών" σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που ιδρύθηκε με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, για τη σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής τραπεζών (2004/10/ΕΚ)» όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"ΕΣΣΚ" σημαίνει το  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που ιδρύθηκε με  τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010∙

"ηλεκτρονικό χρήμα" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου·

"ηλεκτρονικός υπολογιστής" σημαίνει οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή για την αποθήκευση ή επεξεργασία πληροφοριών·

"ίδρυμα" σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών·

"ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος" [Διαγράφηκε]·

"ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων" έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010∙

"κάλυμμα" έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμου του 2010∙

"Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τις διασυνοριακές πληρωμές στην Κοινότητα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/1010" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται»·

"κατάθεση" σημαίνει ποσό χρημάτων που καταβάλλεται ή εισπράττεται με όρους-

(α) βάσει των οποίων θα αποπληρωθεί με τόκο ή χωρίς τόκο ή υπέρ το άρτιο, είτε σε πρώτη ζήτηση ή σε τακτή προθεσμία ή υπό όρους που συμφωνούνται από ή εκ μέρους του προσώπου που καταβάλλει και του προσώπου που εισπράττει το ποσό, αλλά

(β) οι οποίοι δε σχετίζονται με την πώληση ή τη διάθεση αγαθών ή περιουσιακών στοιχείων, την παροχή υπηρεσιών ή την έκδοση χρεωστικών ομολόγων ή μετοχών·

"Κεντρική Τράπεζα" σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

"Κεντρικός Φορέας" σημαίνει  τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα·

"κράτος-μέλος" σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται˙

"κράτος-μέλος καταγωγής" σημαίνει το κράτος-μέλος που έχει χορηγήσει άδεια σε πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

"κράτος-μέλος υποδοχής" σημαίνει το κράτος-μέλος στο οποίο πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες·

"λειτουργικός κίνδυνος" σημαίνει τον κίνδυνο ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή στην αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, προσώπων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα, και περιλαμβάνει το νομικό κίνδυνο˙

"μεικτή εταιρεία συμμετοχών" σημαίνει μητρική εταιρεία, μεταξύ των θυγατρικών εταιρειών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον πιστωτικό ίδρυμα, η οποία μητρική εταιρεία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών˙

"μέτρα εξυγίανσης" σημαίνει τα μέτρα, τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να επηρεάσουν υφιστάμενα δικαιώματα άλλων προσώπων και περιλαμβάνουν τόσο τα μέτρα που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτέλεσης αποφάσεων ή μείωσης των απαιτήσεων των πιστωτών ή μετόχων του εν λόγω ιδρύματος, όσο και τα μέτρα που προβλέπονται, σε περίπτωση τράπεζας,  από τα άρθρα 198 έως 202 του περί Εταιρειών Νόμου,  όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και, σε περίπτωση ΣΠΙ, από το άρθρο 49Β του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος" σημαίνει επιχείρηση επενδύσεων η οποία διαθέτει ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ως θυγατρική ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοιου είδους οντότητες και η οποία δεν είναι η ίδια θυγατρική άλλου ιδρύματος που διαθέτει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος-μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών συσταθείσας στο ίδιο κράτος-μέλος·

"μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση" σημαίνει μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος η οποία δεν είναι θυγατρική άλλου ιδρύματος το οποίο διαθέτει άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος, ούτε χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών συσταθείσας σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος·

"μητρική εταιρεία" και "θυγατρική εταιρεία" έχουν την έννοια που τους αποδίδεται, αντίστοιχα, από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου και επιπρόσθετα εταιρεία θα θεωρείται ότι είναι θυγατρική άλλης εταιρείας όταν κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας η τελευταία ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην προηγούμενη·

"μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος-μέλος" σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα το οποίο διαθέτει θυγατρικό πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος-μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα στο ίδιο κράτος-μέλος∙

"μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση" σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος∙

"μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος-μέλος" σημαίνει χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος-μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα στο ίδιο κράτος-μέλος∙

"μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση" σημαίνει μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος-μέλος, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος-μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών με έδρα σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος∙

"νομικό πρόσωπο" περιλαμβάνει εταιρεία ή οποιαδήποτε ένωση προσώπων, είτε αυτή συστάθηκε στη Δημοκρατία είτε αλλού·

"Οδηγία 2006/48/ΕΚ" σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο <Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)> ως έχει τροποποιηθεί από την Οδηγία 2007/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εξαίρεση ορισμένων ιδρυμάτων από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ή την προσθήκη τους σε αυτό καθώς και την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

"πιστωτικό ίδρυμα" σημαίνει επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται κατά κύριο λόγο στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό και το οποίο κατέχει άδεια από την Κεντρική Τράπεζα ή σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας·

"πρώτος εκτελεστικός διευθυντής" σημαίνει -

(α) πρόσωπο το οποίο είτε μόνο του είτε από κοινού με άλλα πρόσωπα είναι υπεύθυνο, κάτω από την άμεση εξουσία του διοικητικού οργάνου για τη διεξαγωγή των εργασιών ΑΠΙ, ή

(β) σε περίπτωση ΑΠΙ που δεν συστάθηκε στη Δημοκρατία, πρόσωπο το οποίο  είτε μόνο του είτε από κοινού με άλλα πρόσωπα είναι υπεύθυνο για τη διεξαγωγή των εργασιών του ΑΠΙ στη ή από τη Δημοκρατία και σε περίπτωση ΣΠΙ περιλαμβάνει το γραμματέα του ΣΠΙ·

"στενοί δεσμοί" σημαίνει την κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) συμμετοχή υπό μορφή κατοχής, απ' ευθείας ή μέσω δεσμού ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της επιχείρησης, ή

(β) δεσμό ελέγχου, ή

(γ) μια κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο με σχέση δεσμού ελέγχου˙

"σύμβουλος" [Διαγράφηκε]·

"Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα" σημαίνει τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ που συστάθηκε δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου με κύριο σκοπό τη διεξαγωγή εργασιών πιστωτικού ιδρύματος προς όφελος των μελών της, τα οποία είναι τα ίδια συνεργατικές εταιρείες·

"συνδεδεμένη εταιρεία" σημαίνει εταιρεία στην οποία πιστωτικό ίδρυμα κατέχει άμεσα ή έμμεσα μέσω συγγενικών εταιρειών ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της εταιρείας ή όταν η μητρική ή άλλη εταιρεία του συγκροτήματος ασκεί στην εταιρεία σημαντική επιρροή ή όταν οι εταιρείες βρίσκονται ή έχουν τεθεί κάτω από ενιαία διοίκηση ή έχουν διαχειριστικά, διοικητικά ή λοιπά όργανα που αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα·

"συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα" ή "ΣΠΙ" σημαίνει αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα το οποίο συστάθηκε είτε δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου είτε δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας τρίτης χώρας και διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

"τράπεζα" σημαίνει ΑΠΙ που συστάθηκε -

(α) δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ή

(β) δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας τρίτης χώρας και που διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

"τραπεζικές εργασίες" [Διαγράφηκε]·

"τρίτη χώρα" σημαίνει κράτος άλλο από κράτος-μέλος·

"υποκατάστημα" σημαίνει τόπο εργασίας πιστωτικού ιδρύματος από όπου διενεργεί απευθείας όλες ή μερικές από τις πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος·

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

"ΥΣΕ" σημαίνει την Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών που προβλέπεται στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·

"χαρτοφυλάκιο συναλλαγών" σημαίνει χαρτοφυλάκιο του πιστωτικού ιδρύματος που αποτελείται από το σύνολο των θέσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες κατέχονται είτε με σκοπό συναλλαγής είτε με σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων σχετιζόμενων με άλλα στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και οι οποίες πρέπει είτε να μην υπόκεινται σε καμία συμβατική ρήτρα που να περιορίζει την εμπορευσιμότητά τους είτε να είναι επιδεκτικές αντιστάθμισης κινδύνου·

"Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου" ή κατά ταυτόσημη έννοια "Χ.Α.Κ.", σημαίνει το χρηματιστήριο που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 4) του 2002·

"χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών" σημαίνει χρηματοδοτικό ίδρυμα, οι θυγατρικές επιχειρήσεις του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι πιστωτικό ίδρυμα, και η οποία δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών˙

"χρηματοδοτικό ίδρυμα" σημαίνει επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και η κύρια δραστηριότητά της συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που προβλέπονται στις παραγράφους (α) έως (ι1) του εδαφίου (3) του άρθρου 13·

"χρηματοπιστωτικό μέσο" σημαίνει κάθε σύμβαση με την οποία δημιουργείται τόσο ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος όσο και ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο παθητικού ή μέσο ιδίων κεφαλαίων για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος.

(2) Αναφορά στον παρόντα Νόμο χρηματικών ποσών σε ευρώ λογίζεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2007 ως αναφορά σε λίρες, στην εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία.

(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.