27.- (1)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 26, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες -
(α) με αρμόδιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών, είτε στη Δημοκρατία είτε σε τρίτη χώρα, και,
(β) με τις αρμόδιες αρχές πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων, Ε.Π.Ε.Υ., χρηματοδοτικών˙ ιδρυμάτων ή κεφαλαιαγορών των κρατών-μελών, για να τις βοηθήσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών τους ή για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.
(2)(α) Όταν, στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να ελέγξει πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 39Α ή στο εδάφιο (3) του άρθρου 39Β του παρόντος Νόμου, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε άλλο κράτος-μέλος, πρέπει να ζητήσει από την αρμόδια αρχή αυτού του κράτους-μέλους να διενεργήσει τον έλεγχο αυτό.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα διενεργεί η ίδια τον έλεγχο μόνο εάν οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) της το επιτρέψουν.
(γ) Όταν η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή που υπέβαλε το αίτημα δεν πραγματοποιεί η ίδια τον έλεγχο, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στον έλεγχο.
(δ) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή των επιχειρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και λάβει αίτηση από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για έλεγχο πληροφοριών που αφορούν αυτές τις επιχειρήσεις, οφείλει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της να ενεργήσει είτε διενεργώντας η ίδια τον έλεγχο αυτό, είτε επιτρέποντας στην αρχή που υπέβαλε την αίτηση να διενεργήσει αυτή τον έλεγχο , είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του ελέγχου, από εγκεκριμένο ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), σε περίπτωση υποκαταστήματος ΑΠΙ, τα κεντρικά γραφεία του οποίου είναι σε τρίτη χώρα, η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία του εν λόγω ΑΠΙ δύναται να διενεργεί ελέγχους επί του εν λόγω υποκαταστήματος, εφόσον προηγηθεί συνεννόηση και δοθεί η συγκατάθεση της Κεντρικής Τράπεζας.
(4) Σύμφωνα με το Άρθρο 33 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα και η ΕΑΤ μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών σύμφωνα με τα άρθρα 27Α και 27Β(1) του παρόντος Νόμου, μόνο αν οι πληροφορίες που κοινοποιούνται υπόκεινται σε εγγύηση τήρησης των απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμων με αυτές που προβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 28Α του παρόντος Νόμου. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται με σκοπό την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
(5) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος-μέλος, η Κεντρική Τράπεζα τις κοινοποιεί μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι αρχές αυτές δίνουν τη συγκατάθεσή τους.
(6) Τηρουμένων των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, εκτελεί τα ακόλουθα καθήκοντα:
(α) το συντονισμό της συγκέντρωσης και της διάδοσης συναφών ή ουσιωδών πληροφοριών, τόσο σε περίοδο δρώσας δραστηριότητας όσο και σε επείγουσες καταστάσεις,
(β) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 19, στα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, στα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, στα άρθρα 39Α, 39Β, 39Δ, 39Ε, 39ΣΤ και 39Ζ και στο εδάφιο (4) του άρθρου 42 σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές,
(γ) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε πιστωτικά ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, υφιστάμενους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων. Ο προγραμματισμός και συντονισμός αυτών των εποπτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (13) του άρθρου 39, τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.
(6δις) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά της κατά το εδάφιο (6) ή εάν οι άλλες αρμόδιες αρχές δε συνεργάζονται με την Κεντρική Τράπεζα στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του εδαφίου (6), η Κεντρική Τράπεζα και οποιαδήποτε από τις άλλες αρμόδιες αρχές δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της δυνάμει του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(6Α) (α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια για ενοποιημένη εποπτεία αρχή και/ή όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την εποπτεία ΑΠΙ που είναι θυγατρική ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει μαζί με τις αρμόδιες αρχές στα άλλα κράτη-μέλη σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:
(i) την εφαρμογή των ΄Αρθρων 73 και 97 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου των πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του ΄Αρθρου 104, παράγραφος 1, στοιχείο α), της εν λόγω Οδηγίας, σε κάθε οντότητα εντός του ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων και σε ενοποιημένη βάση∙
(ii) μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιαστικών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την μεταχείριση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το ΄Αρθρο 86 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και όσων αφορούν την ανάγκη απαιτήσεων ρευστότητας για το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με το ΄Αρθρο 105 της εν λόγω Οδηγίας∙
(iii) οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια που αναφέρεται στο Άρθρο 104β, παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(β) Στην περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή που ευθύνεται για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) λαμβάνονται -
(i) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με σύμφωνα με το άρθρο 30δις∙
(ii) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii), της παραγράφου (α), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με σύμφωνα με την παράγραφο 71 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, του άρθρου 22Ε, του εδαφίου (14) του άρθρου 26 και του άρθρου 26Θ του παρόντος Νόμου, καθώς και των Άρθρων 86 και 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όπου αυτά εφαρμόζονται∙
(iii) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), της παραγράφου (α), εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 30τρις.
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 19Α(1) και (2), το άρθρο 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α), και (9Β), το άρθρο 30δις και το άρθρο 30τρις.
(γ) Οι κοινές αποφάσεις, που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) της παραγράφου (α), παρουσιάζονται σε έγγραφα που περιέχουν πλήρη αιτιολόγηση που δίνεται στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας∙ σε περίπτωση διαφωνίας, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συμβουλεύεται την ΕΑΤ κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε της εμπλεκόμενης αρμόδιας αρχής, και δύναται της να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.
(δ)(i) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο (β), η απόφαση για την εφαρμογή των Άρθρων 73, 86, 97, 104, παράγραφος 1, στοιχείο α), 104β και 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει, για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές.
(iii) Αν στο τέλος των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με τις διατάξεις τους Άρθρου 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.
(iii) Οι περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) θεωρούνται ως οι περίοδοι συμβιβασμού, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 1093/2010.
(iv) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.
(ε)(i) Η απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 19Α(1) και (2), του άρθρου 22Ε, του άρθρου 26(6), (7), (8), (9), (9δις), (9Α), (9Β) και (14), του άρθρου 26Θ, του άρθρου 30(1)(β)(vi), του άρθρου 30τρις του παρόντος Νόμου ή της παραγράφου 71 της Οδηγίας Διακυβέρνησης, λαμβάνεται από την Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(ii) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, εκφράζει τις απόψεις και επιφυλάξεις της στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία σε ατομική ή σε υποενοποιημένη βάση θυγατρικών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση είτε μητρικού ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία, είτε, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στη Δημοκρατία, προκειμένου εκείνες οι αρχές να λάβουν απόφαση για την εφαρμογή των διατάξεων που θεσπίζουν τα κράτη-μέλη όπου είναι εγκατεστημένες οι θυγατρικές για σκοπούς εναρμόνισης με τα ΄Αρθρα 73, 86, 97, 104, παράγραφος 1, στοιχείο α), 104β και 105 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(iii) Αν, στο τέλος οιασδήποτε από τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο (β), οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία σε ατομική ή σε υποενοποιημένη βάση θυγατρικών εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, ή όταν είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που να συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ.
Οι περίοδοι που αναφέρονται στην παράγραφο (β) θεωρούνται ως οι περίοδοι συμβιβασμού, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(iv) Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή μετά από τη λήψη κοινής απόφασης.
(στ) Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο (β). Το έγγραφο υποβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και προς το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
(ζ) Όταν ζητείται η συμβουλή της ΕΑΤ, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει υπόψη τη γνώμη αυτή και επεξηγεί κάθε σημαντική απόκλιση από αυτή.
(η) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) και οι αποφάσεις που λαμβάνει η Κεντρική Τράπεζα όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο (δ) αναγνωρίζονται ως καθοριστικές. Η Κεντρική Τράπεζα επίσης αναγνωρίζει ως καθοριστικές και εφαρμόζει τις αποφάσεις άλλων αρμόδιων αρχών, κατά το Άρθρο 113, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2013/36/ΕΚ.
(θ) Οι κοινές αποφάσεις κατά την παράγραφο (α) και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο (δ) επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η Κεντρική Τράπεζα αφενός ενεργεί ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και αφετέρου υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να επικαιροποιήσει την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 26Θ, του άρθρου 30(1)(β)(vi) ή του άρθρου 30τρις∙ στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η επικαιροποίηση δύναται να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της Κεντρικής Τράπεζας ως της αιτούσας αρμόδιας αρχής.
(ι) [Διαγράφηκε].
(7) [Διαγράφηκε].
(8)(α) Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που περιγράφονται στο Άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη-μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν εγκατασταθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το ΄Αρθρο 158 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 26Γ, τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 27, τα άρθρα 27Α, 27Β, 27Γ, 27Δ, 28Α, 28Β, 28Γ και 28ΣΤ του παρόντος Νόμου, και με τα άρθρα 129 και 132 των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων όπως διορθώθηκαν, όπου αυτά ισχύουν, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό την ΕΑΤ και τις αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 27Γ και στο άρθρο 28Γ του παρόντος Νόμου, και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους.
(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ως μέλος του ΕΣΚΤ, αντιληφθεί κατάσταση που περιγράφεται στην παράγραφο (α), ειδοποιεί το συντομότερο πρακτικά δυνατό τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (6δις) του άρθρου 27 και την ΕΑΤ.
(γ) Στο μέτρο του δυνατού, η Κεντρική Τράπεζα ως η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 27Γ, χρησιμοποιούν υφιστάμενους διαύλους επικοινωνίας.
(9) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή πληροφόρηση στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.
(10)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή συνεργάζεται στενά με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές κρατών-μελών για την εποπτεία των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσει με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) όλες τις πληροφορίες, που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται σε αυτό, οι οποίες δύναται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων έγκρισης τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που πιθανόν να διευκολύνουν την παρακολούθηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τις διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.
(11) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης υποκαταστήματος που λειτουργεί στη Δημοκρατία δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α, μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου, σε επιτόπιους ελέγχους των πληροφοριών που προβλέπονται στο ΄Αρθρο 50 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
(12) Η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, δύναται επίσης να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματός στη Δημοκρατία, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27.
(13) Τα εδάφια (11) και (12) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας, ως αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να διενεργεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της βάσει του παρόντος Νόμου, επιτόπιους ελέγχους στα υποκαταστήματα που βρίσκονται στο έδαφός της.
(14) Όταν ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ασκεί τη δραστηριότητά του και σε άλλο κράτος-μέλος μέσω υποκαταστήματος, η Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του Άρθρου 159 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, δύναται ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αφού ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβεί η ίδια ή μέσω εντεταλμένου σε επιτόπιο έλεγχο πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (10) του άρθρου 27.
(15) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους- μέλους καταγωγής, μπορεί επίσης να ζητά να προσφεύγει, για τον έλεγχο του υποκαταστήματος στο κράτος-μέλος υποδοχής, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 27(2).
(16) Τα εδάφια (14) και (15) δεν θίγουν το δικαίωμα της αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους υποδοχής, να προβαίνει στον επιτόπιο έλεγχο των εγκατεστημένων στο έδαφός της υποκαταστημάτων ΑΠΙ που έχουν συσταθεί στη Δημοκρατία, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, οι οποίες της απονέμονται βάσει νομοθεσίας του κράτους-μέλους υποδοχής ανάλογης με τον παρόντα Νόμο.