30ΣΤ.-(1)(α) Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 30Γ ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε όσον αφορά ΑΠΙ που είναι μητρική στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, το γνωστοποιεί στην ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας.
(β) Μετά τη γνωστοποίηση και διαβούλευση που προβλέπονται στην παράγραφο (α), η Κεντρική Τράπεζα ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει κατά πόσο θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 30Ε στο μητρικό ΑΠΙ, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου που βρίσκονται σε άλλα κράτη-μέλη.
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, γνωστοποιεί την απόφασή της στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.
(δ) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας λάβει ειδοποίηση από αρμόδια αρχή πιστωτικού ιδρύματος που είναι θυγατρική ΑΠΙ όσον αφορά τη λήψη μέτρων ή το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στη θυγατρική, δύναται να αξιολογήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή τέτοιων απαιτήσεων ή από το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στη θυγατρική, στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη-μέλη και διαβιβάζει την εν λόγω αξιολόγηση στην αρμόδια αρχή της θυγατρικής εντός τριών ημερών.
(2)(α) Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 30Γ ή το διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε όσον αφορά ΑΠΙ που είναι θυγατρική στη Δημοκρατία μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του θυγατρικού ΑΠΙ ειδοποιεί την ΕΑΤ σε περίπτωση που προτίθεται να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
(β)(i) Μετά την ειδοποίηση στην ΕΑΤ και τη διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του θυγατρικού ΑΠΙ αποφασίζει κατά πόσο θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 30Γ ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή βάσει του άρθρου 30Ε.
(ii) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιαδήποτε αξιολόγηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
(iii) Η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί την απόφασή της στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.
(3)(α) Σε περίπτωση που τόσο η Κεντρική Τράπεζα όσο και άλλες αρμόδιες αρχές προτίθενται να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ σε περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα του ίδιου ομίλου, η Κεντρική Τράπεζα και οι λοιπές αρμόδιες αρχές, περιλαμβανομένης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, εξετάζουν κατά πόσο ενδείκνυται περισσότερο -
(i) Ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες, ή
(ii) να συντονίσουν την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 30Γ σε περισσότερα από ένα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν οι ενέργειες αποκατάστασης της οικονομικής θέσης του σχετικού πιστωτικού ιδρύματος.
(β) Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών.
(γ) H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή στο εδάφιο (2), αναλόγως.
(δ) Η κοινή απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να περιλαμβάνεται σε έγγραφο:
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί στην ΕΑΤ να βοηθήσει στην κατάληξη συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(5)(α) Ελλείψει κοινής αποφάσεως εντός πέντε ημερών, η Κεντρική Τράπεζα, είτε όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή υπεύθυνη για την εποπτεία ΑΠΙ που είναι θυγατρική, δύναται να λάβει η ίδια απόφαση σχετικά με το διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα οποία είναι υπεύθυνη καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 30Γ.
(β) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν συμφωνεί με απόφαση που γνωστοποιείται είτε από άλλη αρμόδια αρχή στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) είτε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στην περίπτωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2), ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (3), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το εδάφιο (6).
(6) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί βοήθεια από την ΕΑΤ σε περίπτωση πρόθεσης για εφαρμογή, είτε από την ίδια είτε από άλλη αρμόδια αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενός ή περισσοτέρων από τα μέτρα που προβλέπονται στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο α), της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε σχέση με τις παραγράφους (4), (10), (11) και (19) του Παραρτήματος V του παρόντος Νόμου, στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ε) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή στο Άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο ζ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(7)(α) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης ή κατά το χρονικό διάστημα των πέντε ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο στη Δημοκρατία όσο και στα σχετικά κράτη-μέλη.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, διαβιβάζει την απόφαση στα ΑΠΙ.
(8)(α) Στις περιπτώσεις που πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στα εδάφια (1) και (2) ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος των πέντε ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είτε η Κεντρική Τράπεζα είτε οποιαδήποτε από τις άλλες εμπλεκόμενες σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση δύναται να λάβει η ΕΑΤ εντός τριών ημερών σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.
(β) Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Κεντρική Τράπεζα δεν δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της πενθήμερης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
(γ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών ημερών, η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει την απόφαση που λαμβάνει η ίδια σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (2) ή (5).