30.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω αναφερόμενα μέτρα σε περίπτωση που οποιαδήποτε τράπεζα παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε κανονισμού που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή με τους όρους της άδειας της, ή όταν η ρευστότητα και η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της έχουν κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας αλλοιωθεί ή επηρεαστεί δυσμενώς, ή όταν υφίσταται κίνδυνος να ελαττωθεί η ικανότητα της τράπεζας για έγκαιρη αντιμετώπιση των υποχρεώσεων της, ή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την εξασφάλιση των συμφερόντων των καταθετών ή πιστωτών:
(α) Να απαιτήσει από την τράπεζα να λάβει αμέσως τέτοια μέτρα για θεραπεία της κατάστασης όπως η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει·
(β) να απαγορεύσει τελείως και μέχρι νεότερης ειδοποίησης την αποδοχή από την τράπεζα καταθέσεων ή τη χορήγηση πιστωτικών διευκολύνσεων ή και τα δύο·
(γ) να προβεί σε διαβουλεύσεις με άλλες τράπεζες για τον καθορισμό των μέτρων που πρέπει να ληφθούν·
(δ) να αναλάβει τη διαχείριση των εργασιών της τράπεζας και να τις διεξάγει εξ ονόματος της για τόσο χρονικό διάστημα όσο η Κεντρική Τράπεζα κρίνει αναγκαίο. Σε τέτοια περίπτωση η τράπεζα υποχρεούται να παρέχει προς την Κεντρική Τράπεζα όλες τις διευκολύνσεις που η τελευταία δυνατό να ζητήσει για τη διεξαγωγή των εργασιών της τράπεζας·
(ε) να ανακαλέσει την άδεια της τράπεζας.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού προβεί στη λήψη οποιουδήποτε μέτρου δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), υποβάλλει έκθεση προς την τράπεζα με την οποία την καλεί να υποβάλει τις απόψεις της εντός τακτής προθεσμίας τριών τουλάχιστον ημερών από την ημερομηνία παράδοσης της έκθεσης.
(3)Τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) λαμβάνονται κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Υπουργό.