17.-(1)(α)(i) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, «ο υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο μεμονωμένα ή με συνεργάτη έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο σε ΑΠΙ που συστάθηκε στην Δημοκρατία είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, τον έλεγχο σε τέτοιο ΑΠΙ, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε το ΑΠΙ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, «η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), πρωτίστως απευθύνει γραπτή κοινοποίηση στην Κεντρική Τράπεζα, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο εδάφιο (4) του άρθρου 17Α· και (β) Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε είτε με συνεργάτη ή συνεργάτες να έχει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο οποιουδήποτε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή της μητρικής της εταιρείας, εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.
(ii) απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, μεμονωμένα ή με συνεργάτη να έχει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο οποιουδήποτε ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή της μητρικής της εταιρείας, ή να αυξήσει άμεσα ή έμμεσα τον έλεγχο σε τέτοιο ΑΠΙ, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%) ή ώστε το ΑΠΙ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση, εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας ή η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται εγκριθείσα δυνάμει του εδαφίου (6), και
(β) για τους σκοπούς της παραγράφου (α) και του εδαφίου (9), ο όρος «συνεργάτης», αναφορικά με υποψήφιο αγοραστή ή με οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει μετοχές, περιλαμβάνει-
(i) σύζυγο ή πρόσωπα πρώτου βαθμού συγγένειας του προσώπου αυτού∙
(ii) εταιρεία της οποίας το πρόσωπο αυτό είναι μέλος διοικητικού οργάνου ή έχει τον έλεγχό της∙
(iii) πρόσωπο το οποίο είναι συνέταιρο του προσώπου αυτού και σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι εταιρεία –
(Α) μέλος διοικητικού οργάνου ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο της εταιρείας αυτής,
(Β) θυγατρική εταιρεία της εταιρείας αυτής, και
(Γ) μέλος διοικητικού οργάνου οποιαδήποτε τέτοιας θυγατρικής εταιρείας∙
(iv) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα, κατά τη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας, είναι αλληλοεξαρτώμενα με τα συμφέροντα του υποψήφιου αγοραστή ή του οποιουδήποτε προσώπου που κατέχει μετοχές.
(2)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που προβλέπονται στο εδάφιο (3), γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή την παραλαβή τους.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει μέγιστη προθεσμία εξήντα (60) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 17Α (στο εξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, «η περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσει την αξιολόγηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 17Α (στο εξής, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 17Α και 17Β, «η αξιολόγηση»).
(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή (50ή) εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά στοιχεία· και
(β) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την Κεντρική Τράπεζα και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η Κεντρική Τράπεζα έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παρατείνει τη διακοπή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (3) έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής-
(α) είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας· και
(β) είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει των εθνικών νομικών διατάξεων που μεταφέρουν στο δίκαιο των κρατών-μελών-
(i) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 1985 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008 και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(ii) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008 και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(iii) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008 και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(iv) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008 και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙ ή
(v) την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008 και όπως εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(5) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, αφού ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών και σε κάθε περίπτωση πριν από την εκπνοή της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασής της. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Η Κεντρική Τράπεζα δύναται σε κάθε περίπτωση να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψηφίου αγοραστή.
(6) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν αντιταχθεί εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
(7) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
(8) Σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα, η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα ορίζοντας τη χρονική διάρκεια ισχύος του κάθε μέτρου ή ότι το μέτρο ή τα μέτρα ισχύουν μέχρι την ανάκλησή τους από την Κεντρική Τράπεζα:
(α) Αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη του ΑΠΙ∙
(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών που κατέχει θα είναι άκυρη∙
(γ) απαγόρευση απόκτησης, δια δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ΑΠΙ∙ ή και
(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ΑΠΙ που απορρέουν από τις μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ΑΠΙ.
(9) Σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μεμονωμένα ή με συνεργάτη ή συνεργάτες αποκτήσει συμμετοχή παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, αναστέλλεται η άσκηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου και η Κεντρική Τράπεζα, δύναται να λάβει ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους (β) έως (δ) του εδαφίου (8).
(10)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (8) και (9), σε περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που παραβαίνει την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση της κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα ή που αποκτά έλεγχο παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 42.
(β) Σε περίπτωση νομικού προσώπου, ο Διοικητής δύναται να επιβάλει τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) κυρώσεις και στα μέλη διοικητικών οργάνων ή/και διευθυντές εξ υπαιτιότητας ή αμέλειας ή παράλειψης ή εν γνώσει των οποίων το νομικό πρόσωπο-
(i) παραβαίνει την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωση της κοινοποίησης προς την Κεντρική Τράπεζα, ή
(ii) αποκτά έλεγχο παρά την αντίθεση της Κεντρικής Τράπεζας.
(11) Σε περίπτωση προτεινόμενων αποκτήσεων συμμετοχής, για τις οποίες οι κοινοποιήσεις κατά το εδάφιο (1) είχαν υποβληθεί στην Κεντρική Τράπεζα πριν από την έναρξη της ισχύος του περί Τραπεζικών Εργασιών (Τροποποιητικός) Νόμου του 2009, η διαδικασία αξιολόγησης διενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη στιγμή της κοινοποίησης νομικές διατάξεις.