55.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζεται στενά με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών για την εποπτεία, ιδίως όσον αφορά της δραστηριότητες των ΑΠΙ που λειτουργούν μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη καθώς και για την εποπτεία υποκαταστημάτων που λειτουργούν στη Δημοκρατία δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 10Α.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές, που σχετίζονται με τη διοίκηση, τη διαχείριση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, που δύναται να διευκολύνουν την εποπτεία της και την εξέταση των όρων χορήγησης άδειας λειτουργίας της, καθώς και τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν την παρακολούθηση αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, της παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το πιστωτικό ίδρυμα, της διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και της μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
(2) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης-
(α) παρέχει πάραυτα στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής κάθε πληροφορία ή ευρήματα που αφορούν την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το Έκτο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και το εδάφιο (4) του άρθρου 19, τα εδάφια (2), (6), (6δις), (6Α), (8) και (9) του άρθρου 27, τα εδάφια (5), (7), (8), (9), (10), (10Α), (11), (11Α), (12) και (13) του άρθρου 39, τα άρθρα 39Α, 39Β, 39Γ, 39Δ, 39Ε, 39Γ και 39ΣΤ και το εδάφιο (4) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου των δραστηριοτήτων που ασκεί το ΑΠΙ μέσω των υποκαταστημάτων του, στον βαθμό που οι πληροφορίες και τα ευρήματα αυτά είναι σχετικά με την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών στο κράτος-μέλος υποδοχής,
(β) ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών υποδοχής όταν προκύπτει ή αναμένεται ευλόγως να προκύψει κρίση ρευστότητας και στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει της λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με ενδεχόμενα προληπτικά εποπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο,
(γ) ενημερώνει και εξηγεί, εφόσον της ζητηθεί, τις αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής πως ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες και τα ευρήματα που της κοινοποιήθηκαν από αυτές,
(δ) εάν διαφωνεί με τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(3)(α) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους προέλευσης για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη πληροφορίες και ευρήματα που η Κεντρική Τράπεζα της διαβίβασε.
(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, μετά την κοινοποίηση των πληροφοριών και ευρημάτων, θεωρεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης δεν έχουν λάβει κατάλληλα μέτρα, μπορεί, αφού πρώτα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και την ΕΑΤ, να λάβει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ούτως ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα των καταθετών, των επενδυτών και άλλων της οποίους παρέχονται υπηρεσίες ή για να προστατευθεί η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμπει στην ΕΑΤ περιπτώσεις κατά της οποίες αίτημα συνεργασίας, ειδικά ανταλλαγής πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.