43.-(1) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στο εδάφιο (2), συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.
(2) Η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 21, 23, 24, 25 ή 26 του παρόντος Νόμου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες για κάθε ημέρα για την οποία συνεχίζεται.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία διαπράττεται οποιοδήποτε αδίκημα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε αυτό διαπράττεται από τράπεζα είτε από οργανισμό προσώπων με νομική ή χωρίς νομική προσωπικότητα, τότε οποιοσδήποτε σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος της Τράπεζας ή του οργανισμού που εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του, είναι ένοχος του αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στα εδάφια (1) ή (2) αναλόγως της περιπτώσεως.