42. Σε περίπτωση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των εξουσιών ή αρμοδιοτήτων αυτής προς έλεγχο και εποπτεία των τραπεζών δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, περιλαμβανομένων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων αυτής προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα δυνάμει των άρθρων 25 και 26, διαπιστώσει ότι οποιαδήποτε τράπεζα-
(α) Παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμα εκδιδομένη προς τις τράπεζες οδηγία ή εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας, ή
(β)παραβιάζει ή παραλείπει να συμμορφωθεί, μέσα στην τακτή προθεσμία ή ελλείψει αυτής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, προς οποιαδήποτε νόμιμα υποβαλλόμενη ή απευθυνόμενη προς αυτή απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας, ή
(γ) συμμορφούμενη προς οποιαδήποτε τέτοια οδηγία, απαίτηση ή ειδοποίηση της Κεντρικής Τράπεζας ή προς οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, παρέχει ή επιδεικνύει οποιαδήποτε παραπλανητικά, ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία ή πληροφορίες, τα οποία εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα,
ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, αφού προηγουμένως καλέσει σε απολογία την τράπεζα, έχει εξουσία να επιβάλλει για κάθε παράβαση διοικητικό πρόστιμο, από χίλιες μέχρι δέκα χιλιάδες λίρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας έχει επιπρόσθετα την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, από εκατό μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.