26.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει τις τράπεζες προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος:
(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τη χρήση των εποπτικών εργαλείων και των εποπτικών πρακτικών κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που υιοθετούνται βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ· για το σκοπό αυτό, η Κεντρική Τράπεζα -
(α) συμμετέχει στις δραστηριότητες της ΕΑΤ,
(β) ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της ΕΑΤ και εάν δεν το πράξει αναφέρει τους λόγους,
(γ) δεν παρεμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων της, ως μέλος της ΕΑΤ ή βάσει της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, από εντολές που έχει αναλάβει δια ή δυνάμει του κυπριακού δικαίου.
(1Β) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων της, εκτιμά δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκόμενων κρατών μελών, και ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.
(2) Κάθε τράπεζα οφείλει, όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεση δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία ή έγγραφα, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τη χορήγηση δανείων και άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς επίσης και τις εκθέσεις που λαμβάνονται από την τράπεζα αναφορικά με τις εργασίες και την οικονομική κατάσταση των οφειλετών της:
(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να απαιτεί όπως οι τράπεζες καταβάλλουν σε αυτήν όλα τα έξοδα, που σχετίζονται με την εποπτεία και επιθεώρηση τους σύμφωνα με οδηγίες της.
(4) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, του εδαφίου (4) του άρθρου 3 και των άρθρων 24, 25 και 28, εκτός από εκείνες που δημοσιεύονται, θα τηρούνται απόρρητες και θα χρησιμοποιούνται μόνο για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου ή του παρόντος Νόμου.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε από τις πληροφορίες που της παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου για τον καταρτισμό συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων και τη δημοσίευση τους.
(6) Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που παρατίθενται στο Παράρτημα IΙΙ, η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν οι τράπεζες, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και αξιολογεί τους κινδύνους τους οποίους οι τράπεζες έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν.
(7) Το εύρος της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (6) συμπίπτει με εκείνο των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου και των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
(8) Βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (6), η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν οι τράπεζες, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους, εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.
(9) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τη συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπεται στο εδάφιο (6) λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της τράπεζας, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.
(10) Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν οι τράπεζες και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. H Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μέτρα στην περίπτωση τραπεζών των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από είκοσι τοις εκατόν (20 %) των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, το μέγεθος της οποίας καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα και εφαρμόζεται εξ’ ίσου για όλες τις τράπεζες.