8.-(1) Ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων καταχωρεί σε καθορισμένο βιβλίο τις καθορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με κάθε δελτίο ή άλλο έγγραφο τύπο που παραδόθηκε στον ίδιο και υποβάλλει κατά τον καθορισμένο χρόνο και τρόπο δήλωση των ποσών που εισπράχθηκαν ή που έχουν καταστεί εισπρακτέα είτε από τον ίδιο είτε από οποιοδήποτε βοηθό αποδέκτη του ιδίου ή που έχουν καταβληθεί σε πρόσωπο που έχει συμμετάσχει σε συλλογικό στοίχημα και έχει κερδίσει:
Νοείται ότι ο Υπουργός έχει την εξουσία να εκδίδει οδηγίες σχετικά με την τήρηση από το βοηθό αποδέκτη, τέτοιων βιβλίων ή άλλων εγγράφων όπως ο Υπουργός θα ορίσει σε σχετική οδηγία.
(2)(α) Κάθε αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων καταβάλλει στη Δημοκρατία φόρο στοιχήματος αναφορικά με στοιχήματα που διενεργήθηκαν από αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) Το ποσό του φόρου στοιχήματος, σε κάθε λογιστική περίοδο, ανέρχεται σε δέκα επί τοις εκατόν (10%) των καθαρών αποδοχών από στοίχημα του αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων για την αντίστοιχη περίοδο.
(γ) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το ποσό των καθαρών αποδοχών του αποδέκτη , για συγκεκριμένη λογιστική περίοδο, ισούται με ’’Χ’’ μείον ’’Υ’’, όπου -
(i) ’’Χ’’ είναι τα συνολικά ποσά που καταβλήθηκαν ή έχουν καταστεί καταβλητέα στον εν λόγω αποδέκτη, στην συγκεκριμένη λογιστική περίοδο, σε σχέση με στοιχήματα που διενεργήθηκαν από αυτόν· και
(ii) ’’Y’’ είναι τα συνολικά ποσά που καταβλήθηκαν από τον εν λόγω αποδέκτη, την συγκεκριμένη περίοδο, ως κέρδη στα πρόσωπα που στοιχημάτισαν, ανεξαρτήτως του πότε τα στοιχήματα έγιναν ή κρίθηκαν:
Νοείται ότι η αναφορά στην καταβολή ποσών σε πρόσωπο, περιλαμβάνει αναφορά στην διατήρηση ποσών για λογαριασμό του εν λόγω προσώπου, σε περίπτωση που αυτό δύναται να τα αποσύρει σε πρώτη ζήτηση. η επιστροφή του ποσού στοιχήματος θεωρείται ως πληρωμή κερδών και λαμβάνονται υπόψη μόνο πληρωμές χρημάτων.
(δ) Κατά τον υπολογισμό του ποσού που οφείλεται σε πρόσωπο σε σχέση με στοίχημα, δεν συνυπολογίζεται-
(i) οποιοδήποτε άλλο ωφέλημα που εξασφαλίσθηκε από το πρόσωπο που συμμετέχει στο στοίχημα· ή
(ii) τα έξοδα του αποδέκτη∙ ή
(iii) οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.
(ε) Όπου πρόσωπο συμμετέχει σε στοίχημα στα πλαίσια προσφοράς που του επιτρέπει να μην καταβάλει κανένα ποσό, ή να καταβάλει ποσό μικρότερο από το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει αν δεν υπήρχε η προσφορά, θεωρείται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ότι οφείλει να πληρώσει αυτό το ποσό στο πρόσωπο με το οποίο έγινε το στοίχημα και κατά το χρόνο που έγινε το στοίχημα.
(στ) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, αναφορά σε στοίχημα που διενεργήθηκε από αποδέκτη περιλαμβάνει αναφορά σε στοίχημα που έγινε σύμφωνα με υπηρεσίες για στοίχημα που παρέχει ο εν λόγω αποδέκτης.
(3) Ο αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων προσκομίζει τραπεζική εγγύηση από εμπορική τράπεζα η οποία διεξάγει τραπεζικές εργασίες στην Κύπρο ή από συνεργατική εταιρεία για οποιοδήποτε ποσό ορίσει ο Υπουργός, το οποίο εν πάση περιπτώσει δε θα είναι μικρότερο των .30.000, δυνάμει της οποίας η τράπεζα ή η συνεργατική εταιρεία αναλαμβάνει να καταβάλει στην Κυπριακή Δημοκρατία οποιοδήποτε ποσό αυτός έχει την υποχρέωση να καταβάλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία υπό τύπο φόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου.
Η περίοδος ισχύος της τραπεζικής εγγύησης θα είναι ίση με την περίοδο που θα αρχίζει με τη χορήγηση της άδειας αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων και που θα λήγει δύο μήνες μετά τη λήξη της άδειας αποδέκτη συλλογικών στοιχημάτων.
(4)(α)Κάθε αδειούχος αποδέκτης συλλογικών στοιχημάτων υποχρεούται να καταβάλει στη Δημοκρατία, κατά το τέλος κάθε λογιστικής περιόδου, οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό φόρου στοιχήματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι κάθε ημερολογιακός μήνας αποτελεί μια λογιστική περίοδο.
(β) Ποσό πληρωτέο από τον αποδέκτη, ως φόρος στοιχήματος, δύναται να ανακτηθεί από τους αξιωματούχους του αποδέκτη ως να ήταν αλληλέγγυα και ξεχωριστά υπεύθυνοι για την πληρωμή του ποσού.
(γ) Σε περίπτωση που αποδέκτης παραλείπει ή αρνείται ή αμελεί να συμμορφωθεί με την υποχρέωση καταβολής οφειλόμενου φόρου στοιχήματος, υπόκειται σε πληρωμή πρόσθετης επιβάρυνσης ύψους δέκα επί τοις εκατόν (10%) του ποσού του φόρου που παραλείπει ή αρνείται ή αμελεί να καταβάλει.
(δ) Όταν, κατά το τέλος της λογιστικής περιόδου, το ποσό των καθαρών αποδοχών του αποδέκτη είναι αρνητικό, το ποσό αυτό πιστώνεται σε αυτόν σε σχέση με οποιοδήποτε θετικό ποσό σε μεταγενέστερη λογιστική περίοδο και δεν του καταβάλλεται.
(5) Όποιος παραβαίνει οποιαδήποτε από τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες (ΛΚ50.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.