19.-(1) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις-
(α) Του άρθρου 4
(β) του άρθρου 5(1) και 5(2)
(γ) του άρθρου 7
(δ) του άρθρου 8
(ε) του άρθρου 9(1)
(στ) του άρθρου 16(1) και 16(2),
τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες.
(2) Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη προβλεπόμενη ποινή, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται, σε κατάλληλη περίπτωση, να διατάξει-
(α) Την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη της παράνομης πράξης ή παράλειψης για την οποία χωρεί η καταδίκη και/ή
(β) τη μέσα σε ορισμένη προθεσμία λήψη διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων για την άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η πράξη ή η παράλειψη για την οποία χωρεί η καταδίκη και/ή
(γ) τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης.
(3) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία εναντίον προσώπου για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται κατόπιν αίτησης να εκδώσει προσωρινό διάταγμα με το οποίο να διατάσσει προσωρινά την άμεση παύση οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης σχετικής με το υπό εκδίκαση αδίκημα και/ή τη ματαίωση οργανωμένου ταξιδιού και/ή την επιστροφή στους δικαιούχους των καταβληθέντων ποσών με ή χωρίς τόκο και/ή τη μέσα σε ορισμένη προθεσμία λήψη άλλων διορθωτικών, κατά την κρίση του δικαστηρίου, μέτρων για την άρση των συνεπειών οποιασδήποτε τέτοιας πράξης ή παράλειψης μέχρι την τελική εκδίκαση του αδικήματος.
(4) Ο τύπος, η σύνταξη, η καταχώρηση και η διαδικασία εκδίκασης της πιο πάνω αίτησης διέπονται κατ’ αναλογία από τις διατάξεις των περί Δικαστηρίων Νόμων, των περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, που εφαρμόζονται αναφορικά με αίτηση έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε πολιτικές υποθέσεις.