39.—(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή πειθαρχικής ευθύνης δυνάμει άλλης νομικής διάταξης, με χρηματική ποινή από εκατό μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(2) Η χρηματική ποινή επιβάλλεται στην Εταιρεία ή στον πλοίαρχο ή σε οποιοδήποτε άλλο που παραβιάζει καθήκον ή υποχρέωσή του κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με αιτιολογημένη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, που βεβαιώνει την παράβαση. Το ύψος της κατά περίπτωση επιβαλλόμενης ποινής θα καθορίζεται ενδεικτικά σε οδηγίες του Υπουργού, στις οποίες θα περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τις αναλογούσες χρηματικές ποινές, χωρίς τούτο να περιορίζει μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια της Αρμόδιας Αρχής που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση, να αποφασίζει ελεύθερα, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(3) Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στον πλοίαρχο την περί επιβολής της χρηματικής ποινής απόφασή της και δεν επιτρέπει άρση της κατά το προηγούμενο άρθρο απαγορεύσεως του απόπλου, μέχρις ότου καταβληθεί η χρηματική ποινή ή κατατεθεί τραπεζική εγγύηση ίσου ποσού, αναγνωρισμένης τράπεζας και με όρους ικανοποιητικούς για την Αρμόδια Αρχή.
(4) Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί πλοίων που προσεγγίζουν τακτικά σε κυπριακούς λιμένες, ο απόπλους μπορεί να επιτραπεί χωρίς προηγουμένως να καταβληθεί η επιβληθείσα χρηματική ποινή ή να κατατεθεί εγγύηση κατά τα ανωτέρω, με έγκριση του Υπουργού, για ένα μόνο πλουν, αν επιτακτικοί συγκοινωνιακοί ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι δικαιολογούν τούτο και είναι εκ των πραγμάτων ανέφικτη η έγκαιρη προσαγωγή τραπεζικής εγγύησης. Στην περίπτωση αυτή κατατίθεται προσωπική εγγύηση ίσου ποσού της Εταιρείας, του αντιπροσώπου της ή του πλοιάρχου.
(5) Κατά της αποφάσεως περί επιβολής χρηματικής ποινής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιούμενης σε λιμένα της Δημοκρατίας, ή εξήντα ημερών, προκειμένου περί παραβάσεως βεβαιούμενης σε λιμένα της αλλοδαπής.
(6) Η κατά το προηγούμενο εδάφιο προσφυγή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως.
(7) Το ποσό της χρηματικής ποινής ή η τραπεζική εγγύηση καταπίπτει και περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως περί επιβολής της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά το εδάφιο (4) ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από της κοινοποιήσεως της επί της προσφυγής αποφάσεως του Υπουργού.