5.—(1) Η διαδικασία η οποία ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου για την εγγραφή, αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου είναι η ακόλουθη:
(α) Η διαδικασία αρχίζει με καταχώριση στο δικαστήριο αίτησης διά κλήσεως που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, με τις ανάλογες προσαρμογές, στην οποία εμφαίνεται ως αιτητής η αρμόδια αρχή ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εξεδόθη η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, αναλόγως της περιπτώσεως, και ως καθ' ου η αίτηση το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η αναγνώριση, εγγραφή ή εκτέλεση της απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου:
(β) Κατά την καταχώριση της αίτησης ορίζεται ημερομηνία ακρόασης σε χρόνο που να μην υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες από την ημερομηνίας καταχώρησής της.
(γ) Μετά την καταχώρηση της αίτησης επιδίδεται, χωρίς καθυστέρηση, στον καθ' ου η αίτηση αντίγραφο της.
(δ) Ο καθ' ου η αίτηση υποβάλλει, εάν επιθυμεί, γραπτή ένσταση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση για τα γεγονότα στα οποία στηρίζει την ένστασή του, τουλάχιστο δύο μέρες πριν από την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης
(ε) Οι λόγοι επί των οποίων ο καθ' ου η αίτηση δύναται να στηρίξει την ένσταση του περιορίζονται στο θέμα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ή στην αποδεδειγμένη ικανοποίηση της απόφασης και στην ύπαρξη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στη συνθήκη σχετικά με την εφαρμογή της.
(στ) Το δικαστήριο δε δίνει παράταση της προθεσμίας για την υποβολή ένστασης, εκτός αν πεισθεί ότι υπάρχουν ειδικοί λόγοι για παραχώρηση εύλογου χρόνου παράτασης.
(ζ) Η απόδειξη των γεγονότων δύναται να γίνει είτε με ένορκη δήλωση είτε με προφορική μαρτυρία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
(η) Μετά το πέρας της ακρόασης, το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του το ταχύτερο δυνατό.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση δύναται να γίνει μόνο για την αναγνώριση και εγγραφή απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου, χωρίς να είναι απαραίτητο να ζητείται ταυτόχρονα και η εκτέλεσή της.