13.-(1)(α) Τα δεδομένα που συλλέγονται και χρησιμοποιούνται από τη Στατιστική Υπηρεσία για την παραγωγή στατιστικών θεωρούνται εμπιστευτικά εφόσον επιτρέπουν την άμεση ή έμμεση αναγνώριση στατιστικών μονάδων και αποκαλύπτουν ατομικά δεδομένα:
Νοείται ότι δεδομένα τα οποία έχουν ληφθεί από πηγές προσιτές στο κοινό δε θεωρούνται εμπιστευτικά.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου “ατομικά δεδομένα” σημαίνει δεδομένα που αφορούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
(β) Στατιστική μονάδα αναγνωρίζεται άμεσα από το όνομα και τη διεύθυνση της ή από αριθμό εγγραφής που της έχει επίσημα παραχωρηθεί.
(γ) Στατιστική μονάδα αναγνωρίζεται έμμεσα αν υπάρχει η δυνατότητα να εξακριβωθεί η ταυτότητα της με τρόπο άλλο από αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο (β). Για να διαπιστωθεί αν μια στατιστική μονάδα είναι δυνατό να αναγνωριστεί έμμεσα λαμβάνονται υπόψη όλα τα μέσα τα οποία εύλογα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την αναγνώριση της συγκεκριμένης στατιστικής μονάδας.
(2) Είναι δυνατή η πρόσβαση σε εμπιστευτικά στατιστικά δεδομένα που επιτρέπουν την έμμεση αναγνώριση των στατιστικών μονάδων, ύστερα από άδεια του Διευθυντή, εφόσον αυτά είναι απαραίτητα για συγκεκριμένα επιστημονικά, ερευνητικά προγράμματα, τα αποτελέσματα των οποίων δε θα αποκαλύπτουν συγκεκριμένες στατιστικές μονάδες και δε θα χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς σκοπούς.
(3) Οι στατιστικές που καταρτίζονται με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από έρευνα δημοσιεύονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται η άμεση ή έμμεση αποκάλυψη της ταυτότητας εκείνων που έδωσαν τα δεδομένα ή των προσώπων στα οποία αναφέρονται.
(4) Όλα τα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά τη διεξαγωγή έρευνας ή εργασίας εξακολουθούν να θεωρούνται εμπιστευτικά, παρά το ότι έχουν δημοσιευτεί τα στατιστικά αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας ή εργασίας.
(5)(α) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 11 υποχρεούνται να δώσουν διαβεβαίωση, σύμφωνα με τον τύπο που εκτίθεται στο Παράρτημα, ότι δε θα αποκαλύπτουν πληροφορίες που έλαβαν κατά τη διενέργεια της διεξαγωγής της έρευνας. Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τον τερματισμό της επαγγελματικής σχέσης τους με την υπηρεσία για την οποία είχαν συλλέξει τις πληροφορίες.
(β) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις της παραγράφου (α) είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.