14.-(1) Κατά την αξιολόγηση της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός και ο Προϊστάμενος εξετάζουν για σκοπούς παροχής διεθνούς προστασίας κατά πόσο:
(α) ο βάσιμος φόβος διώξεως ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτητή από τη χώρα καταγωγής του,
(β) ο βάσιμος φόβος διώξεως ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στηρίζεται σε δραστηριότητες στις οποίες ο αιτητής επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, ιδίως εάν αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών τις οποίες ο αιτητής είχε ήδη στη χώρα καταγωγής.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης, ο Προϊστάμενος κατά κανόνα δύναται να μην αναγνωρίσει καθεστώς πρόσφυγα στον αιτητή που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, εάν ο κίνδυνος δίωξης βασίζεται σε περιστάσεις που ο αιτητής προκάλεσε εσκεμμένως μετά την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής.