20Η.-(1) Πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας έχουν δικαίωμα, για περίοδο που δεν υπερβαίνει την περίοδο παραχώρησης προσωρινής προστασίας –
(α) Να ασκούν μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα, τηρουμένης οποιασδήποτε νομοθεσίας της Δημοκρατίας που εφαρμόζεται σε σχέση με το σχετικό επάγγελμα και τηρουμένου του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται:
(β) να παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα για ενήλικες και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και πρακτικής εξάσκησης·
(γ) να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο κατάλυμα για τη διαμονή τους:
(δ) να λαμβάνουν την απαραίτητη υποστήριξη σε θέματα κοινωνικής βοήθειας και διαβίωσης, όταν δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους∙
(ε) με την επιφύλαξη της παραγράφου (στ), να έχουν πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, σε περίπτωση που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον περίθαλψη πρώτων βοηθειών και την αναγκαία θεραπεία ασθενειών∙
(στ) σε αναγκαία ιατρική ή άλλη βοήθεια, εφόσον έχουν ιδιαίτερες ανάγκες και ειδικότερα οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ή τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμούς ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας.
(1Α) Όταν τα πρόσωπα που απολαύουν προσωρινής προστασίας ασκούν μισθωτή ή ανεξάρτητη δραστηριότητα, λαμβάνεται υπόψη η ικανότητά τους να συμβάλλουν στις ανάγκες τους, κατά τον καθορισμό του επιπέδου της προβλεπόμενης βοήθειας.
(1Β) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, με διάταγμά του το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να καθορίζει τους όρους, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο υπολογισμού της χορηγητέας υποστήριξης βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1).
(2) Πρόσωπα υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας τα οποία δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους έχουν πρόσβαση στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για τους πολίτες της Δημοκρατίας.
(3) Ενήλικα πρόσωπα υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας έχουν πρόσβαση στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα που ισχύει για ενήλικες στη Δημοκρατία.