20Δ.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα, όπως αυτά καθορίζονται με Κανονισμούς, για να καταστήσει εφικτό τον εκούσιο επαναπατρισμό των ατόμων που απολαύουν προσωρινής προστασίας ή των οποίων η προσωρινή προστασία έχει λήξει, τα οποία πρέπει να εξασφαλίζουν τον επαναπατρισμό τους στα πλαίσια σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
(2) Η Υπηρεσία Ασύλου παραχωρεί στα πρόσωπα τα οποία επιθυμούν τον εκούσιο επαναπατρισμό όλες τις αναγκαίες πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής τους, έτσι ώστε αυτά να έχουν πλήρη επίγνωση των συνεπειών του προτιθέμενου επαναπατρισμού και για το σκοπό αυτό δύναται να εισηγείται στο Διευθυντή παραχώρηση της δυνατότητας διερευνητικών επισκέψεων στη χώρα καταγωγής.
(3) Καθ΄όσο χρόνο η προσωρινή προστασία δεν έχει λήξει, ο Διευθυντής, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη της Υπηρεσίας Ασύλου εξετάζει ευνοϊκά, με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής, τις αιτήσεις επιστροφής στη Δημοκρατία των ατόμων που απολαύουν προσωρινής προστασίας, τα οποία έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους για εκούσιο επαναπατρισμό.
(4) Κατά τη λήξη της προσωρινής προστασίας, τα δικαιώματα τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 20ΣΤ μέχρι 20Ι, παρατείνονται σε σχέση με πρόσωπα που απολάμβαναν προσωρινής προστασίας και επωφελούνται προγράμματος εκούσιου επαναπατρισμού μέχρι την ημερομηνία του επαναπατρισμού.