13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.
(2) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:
(α) Να αναγνωρίσει τον αιτητή ως πρόσφυγα·
(β) να αναγνωρίσει στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας·
(γ) να απορρίψει την αίτηση και να παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 19Α· ή
(δ) να απορρίψει την αίτηση.
(3) Ο Προϊστάμενος, δύναται σε περίπτωση που κρίνει την συνέντευξη του αρμόδιου λειτουργού ανεπαρκή, να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης.
(4) Ο Προϊστάμενος κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (3), δίδει στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, νοουμένου ότι ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ΄αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.
(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.
(6) Η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση, όταν ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης -
(α) να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση, ή
(β) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του, πληροφορίες σχετικά με το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.
Ο Προϊστάμενος δεν υποχρεούται να λάβει απόφαση εντός του προαναφερόμενου χρονικού πλαισίου.