14.-(1) Η Αρχή καλεί σε συνέντευξη τον αιτητή για να διαπιστώσει κατά πόσο αυτός θεωρείται πρόσφυγας δυνάμει του Νόμου αυτού. Κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης κανένα πρόσωπο πλην των μελών της Αρχής, του Γραμματέα της, του αιτητή, του αρμόδιου λειτουργού, του δικηγόρου του αιτητή και του τυχόν αναγκαίου διερμηνεά δύναται να παρευρίσκεται εκτός αν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.
(2) Η Αρχή, κατά τη συνέντευξη με τον αιτητή δυνάμει του εδαφίου (1)-
(α) Αξιολογεί τα στοιχεία, που έχει παρουσιάσει ο αιτητής και, όπου είναι αναγκαίο, δίδει το ευεργέτημα της αμφιβολίας στον αιτητή,
(β) εξετάζει τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (α) σε συνδυασμό με την έννοια του όρου “πρόσφυγας” δυνάμει του άρθρου 3,
(γ) ικανοποιείται ότι ο αιτητής έχει παρουσιάσει πλήρως την υπόθεση του, την έχει υποστηρίξει με όλες τις διαθέσιμες μαρτυρίες και έχει δώσει εύλογες εξηγήσεις για όλους τους λόγους που έχει επικαλεσθεί για να υποστηρίξει την αίτηση του, και
(δ) προβαίνει σε οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα την οποία θεωρεί αναγκαία.
(3) Η συνέντευξη, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (1), διενεργείται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, το οποίο σε καμία περίπτωση δε θα υπερβαίνει τις εβδομήντα οκτώ ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
(4) Οποιαδήποτε πληροφορία, που σχετίζεται με την αίτηση, παραμένει εμπιστευτική κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης. Σε καμία περίπτωση δεν αποκαλύπτεται τέτοια πληροφορία στις αρχές της χώρας ιθαγένειας του αιτητή, ούτε και ζητείται από αυτές οποιαδήποτε πληροφορία αναφορικά με τον αιτητή.
(5) Η Αρχή γνωστοποιεί γραπτώς την απόφαση της στον αιτητή.