5.-(1) Αιτητής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα-
(α) σε περίπτωση που τυγχάνει ήδη διεθνούς προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς ή γραφεία των Ηνωμένων Εθνών άλλα από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες∙ εάν η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο, χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση τέτοιου προσώπου σύμφωνα με τα οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τέτοιο πρόσωπο δικαιούται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα του παρόντος Νόμου∙ ή
(β) σε περίπτωση που αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας όπου έχει μετοικήσει ως έχων τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατοχή της ιθαγένειας της εν λόγω χώρας ή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αντίστοιχα προς αυτά∙ ή
(γ) σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι-
(i) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί με σκοπό την αντιμετώπισή τους, ή
(ii) έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα σε άλλη χώρα πριν από την έκδοση άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα∙ για τους σκοπούς της παρούσας υποπαραγράφου, η έννοια του σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος περιλαμβάνει ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και εάν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό σκοπό, ή
(iii) έχει κριθεί ένοχος για πράξεις που αντιστρατεύονται τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, όπως ορίζονται στο προοίμιο και τα Άρθρα 1 και 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ή
(iv) είναι ηθικός αυτουργός ή συμμετέχει άλλως πως στη διάπραξη οποιουδήποτε από τα προβλεπόμενα στις υποπαραγράφους (i) μέχρι και (iii) εγκλήματα ή πράξεις.
(2) Αιτητής αποκλείεται από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαροί λόγοι ότι-
(α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί με σκοπό την αντιμετώπισή τους∙ ή
(β) έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα∙ ή
(γ) έχει κριθεί ένοχος για πράξεις που αντιστρατεύονται τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών, όπως ορίζονται στο προοίμιο και τα Άρθρα 1 και 2 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών∙ ή
(δ) συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας∙ ή
(ε) είναι ηθικός αυτουργός ή συμμετέχει άλλως πως στη διάπραξη οποιουδήποτε από προβλεπόμενα στις παραγράφους (α) μέχρι και (δ) εγκλήματα ή πράξεις∙ ή
(στ) έχει διαπράξει, πριν την είσοδό του στη Δημοκρατία, ένα ή περισσότερα εγκλήματα, άλλα από αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι και (δ), τα οποία θα επέσυραν την ποινή της φυλάκισης αν είχαν διαπραχθεί στη Δημοκρατία, και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του αποκλειστικά και μόνο για να αποφύγει κυρώσεις συνεπεία των διαπραχθέντων εγκλημάτων.
(3) Σε περίπτωση υποβολής αίτησης από πρόσωπο για το οποίο ο Προϊστάμενος, μετά από εξέταση της αίτησής του, διαπιστώσει ότι εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στα εδάφια (1) ή (2), με απόφασή του απορρίπτει την αίτηση-
(α) σε σχέση με το καθεστώς πρόσφυγα, αν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι το εν λόγω πρόσωπο εμπίπτει σε κατηγορία που αναφέρεται στο εδάφιο (1)∙
(β) σε σχέση με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι το εν λόγω πρόσωπο εμπίπτει σε κατηγορία που αναφέρεται στο εδάφιο (2).
(4)(α) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος του πρόσφυγα, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.
(5) Χωρίς επηρεασμό του καθήκοντος του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας να αποκαλύπτει κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει στη διάθεσή του, ο Προϊστάμενος καταδεικνύει στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδάφιου (4) απόφασή του, σε εξατομικευμένη βάση, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2).
(6) Αιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3), εξετάζονται με την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13 και, αποφάσεις για ανάκληση του καθεστώτος που αναγνωρίστηκε δυνάμει του εδαφίου (4) λαμβάνονται μετά από την κατ’ αναλογία εφαρμογή της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 13.
(7)(α) Τα εδάφια (1Γ), (1Δ) και (2) του άρθρου 6 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στη διαδικασία έκδοσης απόφασης δυνάμει του εδαφίου (4).
(β) Το εδάφιο (3) του άρθρου 6 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία όταν εκδίδεται απόφαση δυνάμει του εδαφίου (4).
(γ) Τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 18δις και το εδάφιο (1Α) του άρθρου 31Α εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, αναφορικά με απόφαση του Προϊστάμενου δυνάμει του εδαφίου (4).