9.—(1) Αγοραστής, ο οποίος ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης ή το δικαίωμα καταγγελίας που προβλέπεται στο άρθρο 8, συμπληρώνει και αποστέλλει την κοινοποίηση υπαναχώρησης ή καταγγελίας η οποία συνοδεύει τη σύμβαση, σύμφωνα με τον τύπο που αναφέρεται στο Μέρος Α του Δευτέρου Παραρτήματος, πριν από τη λήξη της προθεσμίας και κατά τρόπο που να αποδεικνύεται η αποστολή της, στο πρόσωπο του οποίου το όνομα και η διεύθυνση αναγράφονται στη σύμβαση για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται στη σύμβαση, κατ' εφαρμογή του στοιχείου (ιβ)(i) του Πρώτου Παραρτήματος.
(2) Η κοινοποίηση που αποστέλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή για σκοπούς υπαναχώρησης ή καταγγελίας της σύμβασης δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφέρει-
(α) Ότι ο αγοραστής έχει αποφασίσει να υπαναχωρήσει ή να καταγγείλει τη σύμβαση,
(β) την ημερομηνία που δίδεται η κοινοποίηση, και
(γ) το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου προς το οποίο δίνεται η κοινοποίηση σύμφωνα με αυτά που αναφέρονται στη σύμβαση.
(3) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) κοινοποίηση δύναται να δοθεί είτε κατά τον τύπο υπαναχώρησης ή καταγγελίας που συνοδεύει τη σύμβαση σύμφωνα με το Μέρος Α του Δευτέρου Παραρτήματος, είτε σε οποιοδήποτε άλλο γραπτό τύπο που ικανοποιεί τις απαιτήσεις των εδαφίων (1) και (2).
(4) Όταν η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) κοινοποίηση αποστέλλεται ταχυδρομικώς, θεωρείται εμπρόθεσμη αν η αποστολή της πραγματοποιηθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας.
(5) Με την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας ή υπαναχώρησης, η σύμβαση ματαιώνεται και ο αγοραστής δεν έχει οποιαδήποτε δικαιώματα ή υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης.
(6) Οποιαδήποτε εξασφάλιση παραχωρείται σε σχέση με ματαιωθείσα ή καταγγελθείσα σύμβαση, θεωρείται, στην έκταση που παραχωρήθηκε, ότι ουδέποτε παραχωρήθηκε και οποιαδήποτε περιουσία μεταβιβάστηκε στον πωλητή αποκλειστικά για τους σκοπούς της πιο πάνω εξασφάλισης, επιστρέφεται αμέσως στον αγοραστή.