20.—(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι (Αρ. 2) του 1999, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης, και/ή
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση, και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) δύναται να αφορά όχι μόνο στις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή συμπεριφορά του πωλητή έναντι του συγκεκριμένου αγοραστή, αλλά και σε παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού έναντι των αγοραστών γενικά.