20.—(1) Όποιος δεν ικανοποιείται με απόφαση εκδοθείσα βάσει των παραγράφων (α), (β), (γ), (ια), (ιβ) και (ιγ) του εδαφίου (2) του άρθρου 19, δύναται, με την καταβολή του σχετικού τέλους, το οποίο καθορίζεται με Κανονισμούς, να προσβάλλει με ένστασή του προς το Διευθυντή την απόφαση αυτή, εντός τριών ημερών από την κοινοποίησή της σ' αυτόν:
Νοείται ότι στις περιπτώσεις υποβολής ένστασης, κατά τις οποίες, ως αποτέλεσμα της υποβολής ένστασης δεσμεύεται το γενετικό υλικό, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενστάσεως, τα έξοδα της φύλαξης του γενετικού υλικού βαρύνουν τον υποβάλλοντα την ένσταση:
Νοείται περαιτέρω ότι, εάν η απόφαση κάνει δεκτή την ένσταση, τα τέλη ένστασης και τα έξοδα φύλαξης του γενετικού υλικού, επιστρέφονται στον υποβάλλοντα την ένσταση.
(2) Η ένσταση εξετάζεται το ταχύτερο δυνατό από τριμελή επιτροπή που απαρτίζεται από δύο επίσημους κτηνίατρους, εκτός από τον επίσημο κτηνίατρο που προέβη στην έκδοση της επίδικης απόφασης και από έναν ιδιώτη εγγεγραμμένο κτηνίατρο που υποδεικνύεται από τον υποβάλλοντα την ένσταση. Οι δύο επίσημοι κτηνίατροι που συμμετέχουν στην επιτροπή, κατά προτίμηση θα είναι ιεραρχικά ανώτεροι ή ισόβαθμοι του εκδόσαντος την επίδικη απόφαση επίσημου κτηνίατρου. Όλα τα μέλη της επιτροπής διορίζονται για το σκοπό αυτό από το Διευθυντή, όπως προνοείται στην παράγραφο (θ) του άρθρου 18.
(3) Η επιτροπή, κατά την εξέταση της ένστασης μπορεί, αν κρίνει αναγκαίο, να προβεί σε οποιεσδήποτε εργαστηριακές ή κλινικές εξετάσεις, επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες που μπορεί να έγιναν προηγουμένως.
(4) Η απόφαση της επιτροπής λαμβάνεται με πλειοψηφία των μελών της, είναι τελική και υπόκειται σε άμεση εφαρμογή.