18.-(1) Σε περίπτωση που περιέλθει σε γνώση του Εφόρου κατόπιν παραπόνου ή ενημέρωσης από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ότι –
(α) μέτρο κρατικής ενίσχυσης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 9Α έχει τεθεί σε ισχύ στη Δημοκρατία χωρίς την έγκριση του Εφόρου, ή
(β) μέτρο κρατικής ενίσχυσης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 9Α, έχει τεθεί σε ισχύ στη Δημοκρατία-
(i) χωρίς να ληφθεί η γνωμοδότηση του Εφόρου, ή
(ii) χωρίς να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή για έγκριση, ή
(γ) κατά την εφαρμογή μέτρου κρατικής ενίσχυσης που έχει εγκριθεί δυνάμει του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου έχει γίνει ενέργεια ή παράλειψη που αντιβαίνει προς τις πρόνοιες του εγκριθέντος μέτρου κρατικής ενίσχυσης ή τους όρους που επιβλήθηκαν με την εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 10 απόφαση του Εφόρου·
ο Έφορος δύναται, αφού ακούσει πρώτα τα ενδιαφερόμενα μέρη και λάβει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης ανάλογα με την περίπτωση, να διατάξει, με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την αναστολή της εφαρμογής του μέτρου κρατικής ενίσχυσης και της χορήγησης κρατικών ενισχύσεων, τον τερματισμό της παρανομίας και την ανάκτηση οποιουδήποτε ποσού έχει ληφθεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου από τους αποδέκτες συν το νόμιμο τόκο, ο οποίος υπολογίζεται σύμφωνα με το επιτόκιο ανάκτησης, καθορίζοντας και την προθεσμία για εκτέλεση της απόφασης αυτής.
(2) Ο Έφορος κατονομάζει στην αιτιολογημένη απόφασή του τον υπεύθυνο φορέα για εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο οποίος για σκοπούς του παρόντος Νόμου θα αναφέρεται ως ο “υπεύθυνος φορέας”.