37.—(1) Οποιαδήποτε ασφαλιστική κάλυψη την οποία ενυπόθηκος πιστωτής ενδέχεται να απαιτεί από οφειλέτη να συνάψει και να διατηρεί σε ισχύ αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία υποθηκευμένη στον ενυπόθηκο πιστωτή, δύναται να συνομολογείται από τον οφειλέτη με οποιοδήποτε ασφαλιστή.
(2) Όταν ενυπόθηκος πιστωτής απαιτεί από οφειλέτη να συνομολογήσει τέτοια ασφαλιστική κάλυψη για πρώτη φορά αναφορικά με υποθηκευμένη ακίνητη ιδιοκτησία, αυτός ενημερώνει ταυτόχρονα τον οφειλέτη γραπτώς για τον τρόπο με τον οποίο συνάπτεται η ασφάλιση και για τη φύση και έκταση της απαιτούμενης ασφαλιστικής κάλυψης.
(3) Απαγορεύεται σε ενυπόθηκο πιστωτή να επιβάλλει επαχθέστερους όρους αναφορικά με τη φύση και την έκταση ασφαλιστικής κάλυψης υποθηκευμένης ακίνητης ιδιοκτησίας, κατά τρόπο που να γίνεται διάκριση μεταξύ ασφαλιστικής κάλυψης συνομολογούμενης μέσω του αντιπροσώπου του ενυπόθηκου πιστωτή και ασφαλιστικής κάλυψης άλλως συνομολογουμένης.
(4) Απαγορεύεται σε ενυπόθηκο πιστωτή να επιβάλλει όρο σε οφειλέτη σε σχέση με ασφαλιστική κάλυψη υποθηκευμένης ακίνητης ιδιοκτησίας ο οποίος αναγκάζει τον οφειλέτη να καταβάλει δικαιώματα στον ενυπόθηκο πιστωτή ή να υποστεί κόστος το οποίο, είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση, δε θα πληρωνόταν ή οφειλόταν από οφειλέτη που συνάπτει ασφαλιστική κάλυψη με οποιοδήποτε άλλο τρόπο εκτός μέσω του αντιπροσώπου του ενυπόθηκου πιστωτή.