25.—(1) Αρχιεπιθεωρητής ή Επιθεωρητής που διορίζεται με βάση το άρθρο 24, έχει εξουσία, για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, να προβαίνει σε οποιεσδήποτε ή και σε όλες τις πιο κάτω πράξεις:
(α) Να εισέρχεται ελεύθερα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, σε οποιοδήποτε χώρο απασχόλησης νέων, εκτός από οικιακά υποστατικά, στον οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είναι αναγκαίο να εισέλθει σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, ή σε οποιοδήποτε χρόνο πιστεύει ότι υφίσταται κατάσταση η οποία δυνατό να προκαλέσει άμεσο κίνδυνο σοβαρής προσωπικής βλάβης σε οποιοδήποτε νέο που απασχολείται στο συγκεκριμένο χώρο απασχόλησης:
(β) Να συνοδεύεται από αστυνομικό αν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι θα παρεμποδισθεί στην άσκηση των εξουσιών του ή στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο αστυνομικός έχει υποχρέωση να συνοδεύει τον Αρχιεπιθεωρητή ή Επιθεωρητή σε περίπτωση που αυτός το ζητήσει.
(γ) Να συνοδεύεται από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και να φέρει μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά που είναι αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκείται η εξουσία εισόδου στο υποστατικό.
(δ) Να διεξάγει τέτοιες εξετάσεις, δοκιμές, ελέγχους, επιθεωρήσεις και διερευνήσεις που μπορεί να είναι αναγκαίες για να διαπιστώσει κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να κάμνει διευθετήσεις για τη διεξαγωγή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο δοκιμών, ελέγχων και μετρήσεων που κρίνονται αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών του.
(ε) Όπου νομίζει ότι η απασχόληση οποιουδήποτε νέου σε οποιαδήποτε επιχείρηση ή σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο είδος εργασίας σε επιχείρηση είναι επιβλαβής στην υγεία του νέου, αυτός δύναται να επιδώσει έγγραφη ειδοποίηση το ταχύτερο στον εργοδότη του νέου με την οποία να απαιτεί από αυτόν να τερματίσει την απασχόληση αυτού του νέου σε τέτοια επιχείρηση ή σε τέτοια εργασία ή είδος εργασίας. Η περίοδος που θα κατονομάζεται στην ειδοποίηση και μέσα στην οποία θα πρέπει να τερματιστεί η απασχόληση του νέου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από επτά μέρες μετά την επίδοση αυτής:
(στ) Να απαιτεί την παρουσίαση οποιουδήποτε αρχείου, πιστοποιητικού, γνωστοποίησης ή εγγράφου που τηρείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου βιβλίου ή εγγράφου, που είναι αναγκαίο να δει, για σκοπούς οποιασδήποτε επιθεώρησης, εξέτασης, ανάκρισης ή διερεύνησης και να επιθεωρεί, να φωτοτυπεί και να αντιγράφει οποιοδήποτε από αυτά.
(ζ) Να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, για το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να παράσχει πληροφορίες σχετιζόμενες με οποιαδήποτε επιθεώρηση, εξέταση, ανάκριση ή διερεύνηση, να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις μόνο του ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου που μπορεί να επιτρέψει να είναι παρόν και να απαιτεί από το πρόσωπο αυτό να υπογράψει δήλωση ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς.
(η) Να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο στον χώρο εργασίας να του παρέχει τέτοιες διευκολύνσεις και βοήθεια, για θέματα τα οποία είναι υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του προσώπου αυτού και οι οποίες είναι αναγκαίες για να τον υποβοηθήσουν να ασκήσει οποιεσδήποτε από τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση το άρθρο αυτό, και, ειδικότερα, να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο να παρέχει στον ίδιο ή σε άλλο πρόσωπο που τον συνοδεύει με βάση τις παραγράφους (γ) και (δ) του παρόντος εδαφίου-
(i) Ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος του υποστατικού, και
(ii) οποιαδήποτε ευλόγως διαθέσιμα μέσα για τη διεξαγωγή οποιωνδήποτε δοκιμών, μετρήσεων, ελέγχων, διερευνήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων που κρίνονται εύλογα αναγκαίες για την άσκηση των εξουσιών του.
(θ) Να παίρνει τέτοιες μετρήσεις ή φωτογραφίες και να διεξάγει τέτοιες καταγραφές για σκοπούς οποιασδήποτε επιθεώρησης, εξέτασης, ανάκρισης ή διερεύνησης σύμφωνα με το άρθρο αυτό.
(ι) Να παίρνει και να αφαιρεί δείγματα από οποιαδήποτε αντικείμενα ή ουσίες που βρίσκονται σε οποιοδήποτε υποστατικό και από την ατμόσφαιρα μέσα ή κοντά σε τέτοιο υποστατικό.
(ια) Να δίδει οδηγίες όπως τα υποστατικά ή οποιοδήποτε μέρος αυτών ή οποιαδήποτε εγκατάσταση ή εξοπλισμός ή ουσία μέσα στα υποστατικά παραμένουν ως έχουν για όσο χρόνο θεωρείται εύλογα αναγκαίος για σκοπούς οποιασδήποτε δοκιμής, μέτρησης, εξέτασης, διερεύνησης ή ελέγχου.
(ιβ) Στην περίπτωση εξεύρεσης οποιουδήποτε αντικειμένου ή οποιασδήποτε ουσίας σε οποιοδήποτε υποστατικό, τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι μπορεί να δημιούργησαν ή πιθανόν να δημιουργήσουν κίνδυνο, να απαιτεί την αποσυναρμολόγησή τους ή την υποβολή τους σε οποιαδήποτε διεργασία ή δοκιμή, αλλά όχι με τρόπο που να τους προκαλεί ζημιά ή καταστροφή εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο, κάτω από τις περιστάσεις, για τους σκοπούς που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο.
(ιγ) Στην περίπτωση οποιουδήποτε αντικειμένου ή ουσίας που καθορίζεται στην παράγραφο (ια) του παρόντος εδαφίου, να κατάσχει και να κατακρατεί το αντικείμενο ή την ουσία για όσο χρόνο θεωρείται εύλογα αναγκαίος για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(i) Για εξέτασή του ή υποβολή του σε οτιδήποτε για το οποίο του παρέχεται εξουσία σύμφωνα με την παράγραφο (ια),
(ii) για να διασφαλίσει ότι δε θα παραποιηθούν πριν συμπληρωθεί ή εξέτασή τους από αυτόν,
(iii) για να διασφαλίσει ότι είναι διαθέσιμα για χρήση ως τεκμήρια σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση που με βάση τις εξουσίες που παραχωρούνται σ' αυτόν σύμφωνα με την παράγραφο (ιγ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής, παίρνει στην κατοχή του οποιοδήποτε αντικείμενο ή ουσία που βρίσκεται σε οποιοδήποτε χώρο εργασίας, πρέπει να αφήνει σε υπεύθυνο πρόσωπο γνωστοποίηση, ή αν αυτό είναι πρακτικά ανέφικτο, να στερεώνει σε περίοπτη θέση την γνωστοποίηση η οποία να παρέχει επαρκή στοιχεία για την αναγνώριση του αντικειμένου ή της ουσίας. Προτού ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής πάρει στην κατοχή του οποιαδήποτε τέτοια ουσία, πρέπει, αν είναι πρακτικώς εφικτό, να πάρει δείγμα της ουσίας και να παραδώσει μέρος της σε υπεύθυνο πρόσωπο στο υποστατικό, σηματοδοτημένο με τρόπο επαρκή για την αναγνώρισή του.
(3) Πριν ο Αρχιεπιθεωρητής ή ο Επιθεωρητής ασκήσει οποιαδήποτε εξουσία που παρέχεται σ' αυτόν με βάση την παράγραφο (ιβ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου πρέπει να συμβουλεύεται, εάν το κρίνει απαραίτητο ο ίδιος, πρόσωπα που θεωρεί κατάλληλα με σκοπό να εξακριβώσει ποιοι πιθανοί κίνδυνοι μπορεί να δημιουργηθούν εάν γίνει αυτό που προτείνει σύμφωνα με τις εξουσίες αυτές.