18.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο Έφορος, είτε κατόπιν γενομένης επιθεώρησης δυνάμει του άρθρου 16 είτε άλλως πως, θεωρεί ότι οι διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών παραβιάζονται ή δεν τηρούνται από οποιοδήποτε ιδιωτικό νοσηλευτήριο ή ότι το νοσηλευτήριο αυτό δεν τυγχάνει διαχείρισης προς το καλύτερο συμφέρον της υγείας και της ευημερίας των εισαγομένων σε αυτό ασθενών, δύναται με διάταγμά του—
(α) Να αναστείλει την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, μέχρις ότου οι συνθήκες ή οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή εκλείψουν ή αποκατασταθούν ή
(β) να ακυρώσει την άδεια λειτουργίας τέτοιου νοσηλευτηρίου.
(2) Πριν από την έκδοση διατάγματος αναστολής ή ακύρωσης δυνάμει του εδαφίου (1), ο Έφορος επιδίδει στον υπεύθυνο ιατρό του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου γραπτή ειδοποίηση για την πρόθεσή του να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, στην οποία πρέπει να αναφέρει τους λόγους της ενέργειάς του και να παρέχει πληροφορίες για τα δικαιώματα που χορηγούνται δυνάμει του εδαφίου (4).
(3)(α) Κάθε ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2) υπογράφεται από τον Έφορο και επιδίδεται στον υπεύθυνο ιατρό είτε προσωπικά είτε με συστημένη επιστολή
(β) σε περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων του ενός υπεύθυνων ιατρών, επίδοση σε έναν από αυτούς είναι αρκετή.
(4) Ο υπεύθυνος ιατρός, στον οποίο επιδίδεται ειδοποίηση δυνάμει του εδαφίου (2), δύναται, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία της προς αυτόν επίδοσης της ειδοποίησης, να προβεί σε γραπτές παραστάσεις προς την Επιτροπή με ταυτόχρονη γνωστοποίηση προς τον Έφορο.
(5) Η Επιτροπή—
(α) Εξετάζει χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση τις υποβαλλόμενες παραστάσεις,
(β) μπορεί να ζητήσει να ακούσει προφορική ανάπτυξη των παραστάσεων, και
(γ) υποβάλλει σχετική έκθεση με τη γνώμη της στον Έφορο, ο οποίος στη συνέχεια αποστέλλει αντίγραφο της έκθεσης στον υπεύθυνο ιατρό που υπέβαλε τις παραστάσεις και λαμβάνει αυτήν υπόψη στην απόφασή του για έκδοση ή μη του σχετικού διατάγματος.