49.—(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) Οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα ή έχει τον έλεγχο τέτοιου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο, χωρίς τούτο να είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου· ή
(β) εργοδοτεί ή αναθέτει σε άλλο πρόσωπο το οποίο δεν κατέχει ισχύουσα άδεια οδήγησης, έναντι αμοιβής ή μη, να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο· ή
(γ) επιτρέπει ή ανέχεται οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα ή να έχει τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο, χωρίς το πρόσωπο που οδηγεί ή έχει τον έλεγχο του οχήματος να είναι κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες, ή και στις δυο ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής.
(2) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση που το πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος δεν έχει συμπληρώσει την ελάχιστη ηλικία που απαιτείται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 για την απόκτηση άδειας οδήγησης για την κατηγορία οχημάτων στην οποία κατατάσσεται το συγκεκριμένο όχημα, θεωρείται ότι το πρόσωπο που έχει κατά τον ουσιώδη χρόνο την κηδεμονία ή την επίβλεψή του επέτρεψε ή ανέχθηκε να οδηγεί ή να έχει τον έλεγχο του οχήματος, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχτεί ότι το πρόσωπο αυτό είχε γνώση του γεγονότος.
(3) Πρόσωπο, η ισχύς της άδειας οδήγησης ή της άδειας οδήγησης μαθητευομένου του οποίου έχει ανασταλεί ή ακυρωθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 40, θεωρείται ότι δεν κατέχει ισχύουσα άδεια οδήγησης ή άδεια οδήγησης μαθητευομένου.