19.—(1) Άδεια οδήγησης ή άδεια οδήγησης μαθητευομένου που έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζεται από τη Δημοκρατία και, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), έχει την ίδια ισχύ όπως και η αντίστοιχη άδεια οδήγησης ή άδεια οδήγησης μαθητευομένου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία κάτοχος άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου, η οποία έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετοικήσει και έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία, ο Έφορος μπορεί να υπαγάγει την εν λόγω άδεια κάτω από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με τη διάρκεια ισχύος της, την ελάχιστη ηλικία για απόκτησή της, τις ελάχιστες αναγκαίες σωματικές και διανοητικές ικανότητες του κατόχου της και μπορεί επίσης να αναγράφει πάνω στην εν λόγω άδεια τα στοιχεία που κρίνει αναγκαία για τη διαχείρισή της.
(3) Κάτοχος άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου, η οποία έχει εκδοθεί από αρμόδια αρχή κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπόκειται, κατά το χρόνο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα στη Δημοκρατία, στους νόμους και κανονισμούς που ισχύουν για τους κατόχους άδειας οδήγησης ή άδειας οδήγησης μαθητευομένου που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας.
(4) Σε οποιοδήποτε πρόσωπο επιτρέπεται να κατέχει σε κάθε δοσμένη χρονική στιγμή μια μόνο άδεια οδήγησης ή άδεια οδήγησης μαθητευομένου η οποία βρίσκεται σε ισχύ και έχει εκδοθεί από κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.