14.—(1) Τα εδάφια (2), (3) και (4) εφαρμόζονται στη μαρτυρία μάρτυρα που χρήζει βοηθείας, η οποία δε δόθηκε από το μάρτυρα προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου.
(2) Η κατάθεση θα λογίζεται ως γενομένη από το μάρτυρα προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια-
(α) Αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία οποιουδήποτε γεγονότος για το οποίο θα ήταν αποδεκτή άμεση προφορική μαρτυρία· και
(β) δε δύναται να ενισχύσει τη μαρτυρία του ίδιου μάρτυρα.
(3) Το εδάφιο (2) εφαρμόζεται σε καταθέσεις που έγιναν δεκτές παρόλο ότι ο μάρτυρας δεν έχει ορκιστεί και παρόλο ότι θα απαιτείτο να δοθούν ενόρκως αν ο μάρτυρας έδιδε άμεση προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.
(4) Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της κατάθεσης το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις από τις οποίες εύλογα μπορεί να συνάγει συμπεράσματα.
(5) Τίποτε στον παρόντα Νόμο, εκτός από τις πρόνοιες του εδαφίου (3), δε θα επηρεάζει την εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου που αφορά τη μαρτυρία σε ποινικές υποθέσεις.