31.—(1) Αν ο Επιθεωρητής έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει αδίκημα με βάση τις διατάξεις των άρθρων 6, 29(1) ή 29(2), έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, αποδεχόμενος την καταβολή από το εν λόγω πρόσωπο ποσού που θα καθορίσει ο Επιθεωρητής, το οποίο θα είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά δε θα υπερβαίνει τις εκατό λίρες:
Νοείται ότι η εξουσία για εξώδικη ρύθμιση ασκείται μόνο σε περίπτωση που το αδίκημα διαπράττεται για πρώτη φορά.
(2) Για τους σκοπούς της εξώδικης ρύθμισης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), ο Επιθεωρητής επιδίδει στο πρόσωπο που πιστεύει ότι διέπραξε το αδίκημα σχετική ειδοποίηση στην οποία καθορίζεται το αδίκημα και ο χρόνος της διάπραξής του καθώς επίσης το χρηματικό ποσό που το πρόσωπο αυτό καλείται να καταβάλει.
(3) Εάν η πράξη ή η παράλειψη την οποία ο Επιθεωρητής θεωρεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) ότι συνιστά αδίκημα, δεν τερματιστεί σύμφωνα με τις οδηγίες του εντός μίας ή περισσότερων ημερών, όπως ο ίδιος θεωρεί εύλογο, τότε για κάθε μέρα που η πράξη ή η παράλειψη συνεχίζεται ή επαναλαμβάνεται, θα θεωρείται ότι διαπράττεται νέο αδίκημα για το οποίο ο Επιθεωρητής οφείλει να προβαίνει στις αναγκαίες ενέργειες για δίωξη του παραβάτη ενώπιον δικαστηρίου.
(4) Κάθε ποσό που καταβάλλεται με βάση τα εδάφια (1) ή (2), θεωρείται χρηματική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκημα.
(5) Με την καταβολή του ποσού που αναφέρεται πιο πάνω, ο Επιθεωρητής εκδίδει σχετική απόδειξη στο πρόσωπο που το καταβάλλει, στην οποία αναγράφονται και τα εξής, δηλαδή-
(α) Το όνομα του προσώπου που πιστεύεται ότι διέπραξε το αδίκημα·
(β) συνοπτική αναφορά του αδικήματος·
(γ) ο τόπος και η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος· και
(δ) το ποσό που καταβλήθηκε.
(6) Εάν το χρηματικό ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ή (3) καταβληθεί πριν από την πάροδο τριάντα ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, ουδεμία ποινική δίωξη ασκείται αναφορικά με τη διάπραξη του σχετικού αδικήματος.
(7) Μετά την εξώδικη ρύθμιση του αδικήματος, την καταβολή του ποσού και την έκδοση της απόδειξης όπως αναφέρεται πιο πάνω, δε χωρεί οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία σχετικά με το αδίκημα και η προσαγωγή στο Δικαστήριο της απόδειξης που αναφέρεται στο εδάφιο (5) αποτελεί πλήρη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ' αυτή και συνεπάγεται την απαλλαγή του κατηγορουμένου.
(8) Η εξώδικη ρύθμιση αδικήματος και η καταβολή του σχετικού ποσού σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, δε θεωρείται ως καταδίκη. Σε περίπτωση, όμως, καταδικαστικής απόφασης για διάπραξη άλλου παρόμοιου αδικήματος το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής.