2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
"άμεση διάκριση λόγω φύλου" σημαίνει όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση∙
"αρμόδια αρχή" σημαίνει το Διευθυντή και οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από αυτόν λειτουργό·
"αρχή της ίσης μεταχείρισης" σημαίνει την απουσία κάθε διάκρισης λόγω φύλου, είτε άμεσης είτε έμμεσης, σε συσχετισμό ιδίως με την έγγαμη ή οικογενειακή κατάσταση, όσο αφορά οποιοδήποτε από τα ρυθμιζόμενα με τον παρόντα Νόμο θέματα·
"αυτοτελώς εργαζόμενος" έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 2002·
"διάκριση λόγω φύλου" σημαίνει άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου και περιλαμβάνει την εντολή για διακριτική μεταχείριση ενός προσώπου λόγω φύλου και οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας, λόγω της εγκυμοσύνης της ή άδειας μητρότητας∙
"Διευθυντής" σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων
"έμμεση διάκριση λόγω φύλου" σημαίνει όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία∙
"Επαγγελματικό Σχέδιο Κοινωνικής Ασφάλισης" σημαίνει το σχέδιο που έχει ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική, εξαιρουμένων των σχεδίων που διέπονται από την Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, και ειδικότερα του-
(α) Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο λειτουργεί δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου∙
(β) σχεδίου κοινωνικής σύνταξης, το οποίο λειτουργεί δυνάμει του περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμου∙
(γ) σχεδίου ειδικής χορηγίας για τυφλούς, το οποίο λειτουργεί δυνάμει του περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμου∙
(δ) σχεδίου παροχής επιδόματος τέκνου το οποίο λειτουργεί δυνάμει του περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμου∙ και
(ε) σχεδίου παροχής επιδόματος βαριάς κινητικής αναπηρίας που διέπεται από τις σχετικές Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.
(1) προβλέπει για την καταβολή χρηματικών ή εις είδος παροχών σε εργοδοτούμενους ή αυτοτελώς εργαζομένους, καθώς και στους εξ αυτών έλκοντες δικαίωμα, σε περίπτωση-
(α) γήρατος, συμπεριλαμβανομένης και της πρόωρης αφυπηρέτησης,
(β) θανάτου,
(γ) διακοπής της απασχόλησης λόγω μητρότητας, ασθενείας ή ανικανότητας,
(δ) εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας,
(ε) ανεργίας,
εξαιρουμένου όμως του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο λειτουργεί βάσει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι (Αρ. 4) του 2001· ή
(2) προβλέπει για την καταβολή άλλων κοινωνικών παροχών σε είδος ή σε χρήμα, ιδίως παροχών επιζώντων και οικογενειακών παροχών σε εργοδοτουμένους, εφόσον οι παροχές αυτές αποτελούν οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργοδοτούμενο λόγω της απασχόλησής του·
"εργοδότης" σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, σε οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή κλάδο δραστηριότητας, που· απασχολεί ή απασχολούσε εργοδοτουμένους, συμπεριλαμβανομένων της Κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως·
"εργοδοτούμενος" έχει την ίδια έννοια με τον όρο "μισθωτός" όπως αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι (Αρ. 4) του 2001·
"σύμβαση εργασίας" σημαίνει οποιαδήποτε γραπτή ή προφορική συμφωνία σε σχέση με απασχόληση που έχει συναφθεί μεταξύ ενός εργοδοτουμένου ή ομάδας εργοδοτουμένων ή της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους και ενός εργοδότη ή οργάνωσης εργοδοτών
"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.