17. Κάθε πρόσωπο διαπράττει αδίκημα εάν-
(α) Παραποιεί οποιοδήποτε πρότυπο, πιστοποιητικό ή έγγραφο που εγκρίθηκε με βάση το Νόμο αυτό ή τους Κανονισμούς,
(β) παραποιεί οποιαδήποτε σφραγίδα ή Σήμα που καθορίστηκε με βάση το Νόμο αυτό,
(γ) εμποδίζει ή παρακωλύει το Διευθυντή ή οποιοδήποτε λειτουργό, αξιολογητή ή επιθεωρητή ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον Οργανισμό ή τον Υπουργό κατά την άσκηση των εξουσιών ή καθηκόντων του ή σκόπιμα δε συμμορφώνεται με οποιαδήποτε παρέκκλιση ή απαίτηση του εν λόγω προσώπου,
(δ) παραβαίνει οποιαδήποτε απαγόρευση ή όρο που καθορίζεται στο εδάφιο (3) ή (4) του άρθρου 9,
(ε) δίνει πληροφορία στο Συμβούλιο ή σ' οποιοδήποτε λειτουργό, αξιολογητή και επιθεωρητή, την οποία το Συμβούλιο ή λειτουργός ή αξιολογητής ή επιθεωρητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του μπορεί να ζητήσουν, και την οποία το πρόσωπο που δίνει την πληροφορία είτε γνωρίζει, είτε έχει λόγους να πιστεύει ότι είναι εσφαλμένη ή ανακριβής ή ψευδής,
(στ) παραβαίνει την απαγόρευση που περιέχεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 25,
(ζ) επικαλείται καθεστώς διαπίστευσης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αναφέρεται σε ένα τέτοιο καθεστώς σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχει χωρίς αυτό να τεκμηριώνεται με έγκυρο και εν ισχύι πιστοποιητικό διαπίστευσης που έχει εκδοθεί από τον Οργανισμό ή άλλο ομότιμο εθνικό οργανισμό διαπίστευσης αναγνωρισμένο από την Ευρωπαϊκή Συνεργασία για τη Διαπίστευση.