20.—(1) Όταν το πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών που έχουν εκδοθεί με βάση τον παρόντα Νόμο είναι εταιρεία εγγεγραμμένη σύμφωνα με τους περί Εταιρειών Νόμους ή με τους περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμους, εκτός από την ίδια την εταιρεία, διαπράττει το εν λόγω αδίκημα και οποιοσδήποτε είχε τη διεύθυνση και την ευθύνη έναντι της εταιρείας για τη διεξαγωγή των εργασιών της κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος.
(2) Κανένα πρόσωπο δεν καθίσταται ποινικά υπεύθυνο με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1), εάν αποδείξει ότι το αδίκημα διαπράχθηκε χωρίς να το γνωρίζει ή ότι επέδειξε κάθε επιμέλεια για να παρεμποδίσει τη διάπραξη του.
(3) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται στο εδάφιο (1), όταν κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου αυτού έχει διαπραχθεί αδίκημα από εταιρεία και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, ανοχή ή συνέργια ή ότι τούτο οφείλεται σε αμέλεια οποιουδήποτε διευθύνοντα συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου της εταιρείας, ο εν λόγω διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος επίσης διαπράττει το εν λόγω αδίκημα.