26.-(1) Πρόσωπο διαπράττει αδίκημα αν-
(α) Παρεμποδίζει τον Επιθεωρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξουσιών του,
(β) παρεμποδίζει οποιοδήποτε αστυνομικό όργανο ή προσοντούχο πρόσωπο ή άλλο πρόσωπο που εισήλθε σε εγκατάσταση μαζί με τον Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις παραγράφους (γ), (δ) ή (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 25 το οποίο παρέχει ή πρόκειται να παράσχει νόμιμη βοήθεια στον Επιθεωρητή,
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί προς οδηγία που δίδεται νόμιμα σε αυτό από Επιθεωρητή δυνάμει της παραγράφου (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 25,
(δ) παραλείπει να παρουσιάσει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα οποιοδήποτε βιβλίο ή έγγραφο που οφείλει να παρουσιάσει όταν ζητηθεί δυνάμει της παραγράφου (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, εκτός αν αποδεδειγμένα-
(i) αγνοεί ότι η παρουσίασή του απαιτείται από τον Επιθεωρητή,
(ii) δεν είχε πρόσβαση σ' αυτό, ή
(iii) δεν έχει αρμοδιότητα να το πράξει,
(ε) ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις των υποπαραγράφων (i) έως (iii) της παραγράφου (ι) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, παραλείπει να δώσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, πληροφορίες οι οποίες απαιτείται νομίμως να δοθούν σε Επιθεωρητή που ενεργεί σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο (ι), ή δίνει πληροφορίες που είναι αναληθείς ή λανθασμένες ή δεν είναι πλήρεις,
(στ) ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 25, παραλείπει κατόπιν νόμιμης απαίτησης από Επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα-
(i) να παράσχει στον Επιθεωρητή ή σε οποιοδήποτε προσοντούχο πρόσωπο ή σε άλλο πρόσωπο που εισήλθε στο υποστατικό μαζί του, ασφαλή πρόσβαση προς οποιοδήποτε μέρος των εγκαταστάσεων, ή
(ii) να θέσει στη διάθεση του Επιθεωρητή ή οποιουδήποτε προσοντούχου προσώπου το οποίο εισήλθε στην εγκατάσταση μαζί του, οποιαδήποτε μέσα για τη διεξαγωγή δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων,
νοουμένου ότι σε κάθε περίπτωση έχει εξουσία να το πράξει και ότι τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) είναι ευλόγως διαθέσιμα.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2), (3), (4), (5), (6) και (7) του άρθρου 8, των άρθρων 11, 12 και 15, των εδαφίων (1) και (4) του άρθρου 20, του άρθρου 31 και/ή των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Όταν το αδίκημα που διαπράττεται με βάση τον παρόντα Νόμο από πρόσωπα που υπηρετούν στη Δημόσια Υπηρεσία αποδειχθεί ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή τη συνεργασία ή ότι η διάπραξή του έχει διευκολυνθεί από αμέλεια εκ μέρους οποιουδήποτε Προϊσταμένου Τμήματος ή άλλου προσώπου που υπηρετεί τη Δημόσια Υπηρεσία, τόσο ο Προϊστάμενος Τμήματος όσο και το άλλο αυτό πρόσωπο που υπηρετεί στη Δημόσια Υπηρεσία θα θεωρούνται ένοχοι αδικήματος και θα υπόκεινται σε δίωξη και ποινή.