15.-(1) Κάθε πρόσωπο που λειτουργεί ή εν γνώσει του επιτρέπει τη λειτουργία αδειοδοτούμενης εγκατάστασης-
(α) Η οποία δεν έχει εξασφαλίσει άδεια από τον Υπουργό, ή
(β) σε τοποθεσία άλλη από εκείνη που ορίζεται στην άδεια, ή
(γ) κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με οποιοδήποτε όρο λειτουργίας που επισυνάπτεται στην άδεια,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26.
(2) Αποτελεί υπεράσπιση σε οποιαδήποτε διαδικασία δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι η μη συμμόρφωσή του προς όρο λειτουργίας οφειλόταν σε ενέργεια ή παράλειψη άλλου προσώπου ή σε ατύχημα ή σε άλλη αιτία πέρα από τον έλεγχό του και ότι έλαβε όλες τις εύλογες προφυλάξεις και κατέβαλε όλη την οφειλόμενη φροντίδα για να αποφύγει την παράβαση του όρου είτε ο ίδιος είτε εργοδοτούμενός του είτε αντιπρόσωπος του και ότι, εν πάση περιπτώσει, μόλις αντιλήφθηκε την παράβαση έλαβε όλα τα εφικτά μέτρα για επανόρθωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(3) Σε περίπτωση που πρόσωπο κατηγορείται για αδίκημα με βάση το εδάφιο (1) ζητά να επικαλεστεί για υπεράσπισή του πράξη ή παράλειψη άλλου προσώπου-
(α) Δε θα έχει το δικαίωμα να το πράξει, εκτός αν-
(i) Τουλάχιστον επτά ημέρες πριν την ημερομηνία της ακρόασης, δώσει στον κατήγορο γραπτώς πληροφορίες που κατέχει, οι οποίες θα βοηθήσουν την κατηγορούσα αρχή να επισημάνει και εντοπίσει το άλλο πρόσωπο, ή
(ii) έχει την άδεια του δικαστηρίου να την επικαλεστεί·
(β) το άλλο πρόσωπο μπορεί να κατηγορηθεί για αδίκημα και να κηρυχθεί ένοχο, ανεξάρτητα από το αν ο αρχικός κατηγορούμενος κηρυχθεί ή δεν κηρυχθεί ένοχος.
(4) Αποτελεί υπεράσπιση σε οποιαδήποτε διαδικασία δυνάμει των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1), αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι ήταν εργοδοτούμενος που ενεργούσε με βάση οδηγίες που δόθηκαν σε αυτόν από ή εκ μέρους του εργοδότη του και ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι η συμμόρφωση προς τις οδηγίες αυτές θα οδηγούσε στη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται.