31. -(1) Ο Επίτροπος εξετάζει και αξιολογεί την αίτηση και εντός εύλογου χρόνου, ο οποίος καθορίζεται κατά περίπτωση με κανονισμούς και σε κάθε περίπτωση δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες, δύναται, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α)(iii) του εδαφίου (6) του άρθρου 19, να αποφασίσει -
(α) Να χορηγήσει την άδεια, ή
(β) να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας.
(2) Κατά τη λήψη απόφασης αναφορικά με τη χορήγηση άδειας, ο Επίτροπος φροντίζει να διασφαλίσει -
(α) Ότι ο αιτητής θα παρέχει στους πελάτες του οικονομικά προσιτές, ασφαλείς και αξιόπιστες υπηρεσίες,
(β) ότι η άδεια χορηγείται με όρους, οι οποίοι επιτρέπουν στον αιτητή και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, τα οποία χρηματοδοτούν τη λειτουργία του δικτύου ή/και της υπηρεσίας, να έχουν λογική επιστροφή επί του κεφαλαίου που επενδύεται για την παροχή του δικτύου ή/και της υπηρεσίας.
(γ) ότι ο αιτητής διαθέτει τους χρηματοοικονομικούς πόρους για να δημιουργεί, παρέχει, ιδρύει και διατηρεί τα δίκτυα ή/και υπηρεσίες τα οποία αφορά η άδεια.
(3) Όπου αίτηση για άδεια απορρίπτεται, ο Επίτροπος -
(α) Πληροφορεί τον αιτητή για τους λόγους απόρριψής της,
(β) παρέχει στον αιτητή την ευκαιρία να δείξει λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να χορηγηθεί η άδεια,
(γ) δύναται, αφού λάβει υπόψη τους αναφερόμενους στην παράγραφο (β) λόγους, να χορηγήσει την άδεια, υπό τέτοιους όρους και προϋποθέσεις, τις οποίες κρίνει αναγκαίες,
(δ) δύναται κατόπιν εξέτασης των λόγων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) να επιβεβαιώσει την απόφασή του.
(4) Ο Επίτροπος δε θέτει όρους σε οποιαδήποτε άδεια, άλλους από τους καθοριζομένους σε κανονισμούς.