12.—(1) Απαγορεύεται οποιαδήποτε πράξη, και οι εργοδότες και οι εκπρόσωποι των αναφερομένων στο εδάφιο (3) των άρθρων 7, 8 και 10 νομικών προσώπων ή οργανισμών οφείλουν να απέχουν από κάθε πράξη είτε μεμονωμένη είτε επαναλαμβανόμενη, η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση ή αποτελεί άμεση ή έμμεση δυσμενή μεταχείριση λόγω της, με οποιοδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας σεξουαλικής παρενοχλήσεως, σε σχέση με ρυθμιζόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 και 10 θέματα.
(2) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου πρόσωπα οφείλουν επίσης να προστατεύουν τους εργαζομένους, εκπαιδευομένους ή καταρτιζομένους ή υποψηφίους για απασχόληση, επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση από κάθε πράξη προϊστάμενού τους ή προσώπου που είναι αρμόδιο ή υπεύθυνο για τα αναφερόμενα στα άρθρα 7, 8, 9 και 10 θέματα ή οποιουδήποτε άλλου εργαζομένου, εκπαιδευομένου ή καταρτιζομένου, η οποία συνιστά σεξουαλική παρενόχληση, και από κάθε πράξη που αποτελεί άμεση ή έμμεση συνέπεια της, με οποιοδήποτε τρόπο, αποκρούσεως ή καταγγελίας σεξουαλικής παρενοχλήσεως.
(3) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου πρόσωπα έχουν υποχρέωση, απέναντι στο άτομο που υπέστη τη σεξουαλική παρενόχληση ή/ και την άμεση ή έμμεση συνέπεια της αποκρούσεως ή καταγγελίας της, να λάβουν κάθε πρόσφορο και έγκαιρο μέτρο για να αποτρέψουν σεξουαλικές παρενοχλήσεις εν γένει στον τομέα αρμοδιότητάς τους, καθώς και αμέσως μόλις περιέλθει σε γνώση τους η συγκεκριμένη σεξουαλική παρενόχληση ή οι συνέπειές της, να λάβουν κάθε πρόσφορο μέτρο για την παύση και μη επανάληψη της, καθώς και για την άρση των συνεπειών της. Σε αντίθετη περίπτωση είναι συνυπεύθυνα εις ολόκληρον με τα αναφερόμενα στο εδάφιο (2) πρόσωπα.