14.—(1) Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματά του ενώπιον παντός αρμοδίου Δικαστηρίου και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για την απόδειξη της παραβάσεως και της πάσης φύσεως υλικής και ηθικής ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής, καθώς και για την ανταπόδειξη των ισχυρισμών του αντιδίκου του:
Νοείται ότι, σε πολιτική διαδικασία, αν ο διάδικος, που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, επικαλείται και αποδεικνύει πραγματικά περιστατικά, από τα οποία τεκμαίρεται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικο του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμιά παράβαση του παρόντος Νόμου ή ότι η παράβαση που έγινε δεν είχε καμιά δυσμενή συνέπεια εις βάρος του εν λόγω διαδίκου:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν ο αντίδικος δεν αποδείξει την έλλειψη της παραβάσεως ή των δυσμενών συνεπειών της, η παράβαση θεωρείται αποδεδειγμένη, για τον προσδιορισμό δε της εκτάσεως των συνεπειών της, το Δικαστήριο τον διατάσσει να προσαγάγει ενόρκως όλα τα σχετικά στοιχεία που είναι στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχο του.
(2) Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου δικαιούται προστασίας από τον Αρχιεπιθεωρητή και τους Επιθεωρητές και μπορεί να τους υποβάλλει σχετικές καταγγελίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 27 του παρόντος Νόμου.
(3) Για την κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 27 του παρόντος Νόμου παρέμβαση του Αρχιεπιθεωρητή ή του Επιθεωρητή αρκεί η εκ μέρους του καταγγέλλοντος επίκληση πραγματικών περιστατικών, από τα οποία τεκμαίρεται παράβαση του παρόντος Νόμου, καλουμένου του καθ' ου η καταγγελία να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμιά παράβαση του παρόντος Νόμου.