2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αγγελία» σημαίνει κάθε γνωστοποίηση προς το κοινό ή προς ορισμένο ή ορισμένα πρόσωπα πληροφορίας, διαφημίσεως ή άλλης δηλώσεως, άσχετα από τον τρόπο και το μέσο με το οποίο γίνεται·
«αμέλεια» έχει την έννοια την οποία προσδίδει στον όρο αυτό ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος·
«άμεση διάκριση λόγω φύλου» σημαίνει δυσμενή μεταχείριση ευθέως και εμφανώς συνδεόμενη με το φύλο, την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τη γαλουχία ή τη μητρότητα·
«απασχόληση» σημαίνει παροχή εργασίας ή υπηρεσιών, με αμοιβή, βάσει ατομικής συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας ή μαθητείας ή άλλης ατομικής συμβάσεως ή σχέσεως, διεπομένης είτε από το ιδιωτικό είτε από το δημόσιο δίκαιο, σε οποιοδήποτε τομέα ή κλάδο δραστηριότητας, ιδιωτικό ή δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων της Δημόσιας Υπηρεσίας, της Δικαστικής Υπηρεσίας, της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, των νομικών προσώπων ή οργανισμών δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, των Ενόπλων Δυνάμεων και των Δυνάμεων Ασφαλείας·
«αποδοχές υπερημερίας» σημαίνει το μισθό ή το ημερομίσθιο και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται, άμεσα ή έμμεσα, σε χρήμα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας και τα οποία στερήθηκε ο εργαζόμενος λόγω παραβάσεως του παρόντος Νόμου·
«απόλυση» σημαίνει την εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της συμβάσεως ή της σχέσεως εργασίας ή τον τερματισμό της απασχολήσεως, για οποιοδήποτε λόγο, είτε ο λόγος αυτός αφορά τον εργοδότη ή/και τον εργαζόμενο είτε είναι άσχετος προς αυτούς. Απόλυση συνιστά και ο εκ μέρους του εργαζομένου τερματισμός της απασχολήσεως λόγω διαγωγής του εργοδότη·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία κάθε διακρίσεως λόγω φύλου, είτε άμεσης είτε έμμεσης, σε συσχετισμό ιδίως με την έγγαμη ή οικογενειακή κατάσταση, όσον αφορά οποιοδήποτε από τα ρυθμιζόμενα με τον παρόντα Νόμο θέματα·
«διάκριση λόγω φύλου» σημαίνει κάθε πράξη ή παράλειψη που συνιστά ή συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση λόγω φύλου, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά μη περιλαμβανομένων της προστασίας των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας, μητρότητας ή ασθένειας οφειλόμενης στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό και των θετικών δράσεων·
«έμμεση διάκριση λόγω φύλου» υπάρχει όταν μια διάταξη, ένας όρος, ένα κριτήριο, ή μια πρακτική εκ πρώτης όψεως ουδέτερη/ο θίγει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ατόμων ενός φύλου, εκτός εάν αυτή η διάταξη, ο όρος, το κριτήριο ή η πρακτική είναι κατάλληλη/ο και αναγκαία/ο και μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς το φύλο·
«επαγγελματική εκπαίδευση/κατάρτιση» σημαίνει κάθε μορφή εκπαιδεύσεως ή καταρτίσεως, που αποσκοπεί στην απόκτηση τυπικού ή ουσιαστικού προσόντος ή ιδιαίτερης ικανότητας για την άσκηση επαγγέλματος, απασχολήσεως ή εργασίας, ανεξάρτητα από την ηλικία και το επίπεδο
καταρτίσεως των εκπαιδευομένων ή καταρτιζομένων, ακόμη και αν το πρόγραμμα διδασκαλίας περιλαμβάνει και τμήματα γενικής εκπαιδεύσεως·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Ισότητας των Φύλων στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, η οποία συνίσταται με βάση το άρθρο 22 του παρόντος Νόμου·
«Επίτροπος Διοίκησης» σημαίνει τον εκάστοτε Επίτροπο Διοίκησης δυνάμει των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων·
«εργαζόμενος» σημαίνει κάθε άνδρα ή γυναίκα που εργάζεται ή μαθητεύει με πλήρη ή μερική απασχόληση, για ορισμένο ή αόριστο, συνεχή ή μη, χρόνο, ασχέτως του τόπου απασχολήσεως, συμπεριλαμβανομένων και των κατ' οίκον εργαζομένων, αλλά μη περιλαμβανομένων των αυτοεργοδοτούμενων προσώπων·
«εργατική διαφορά» σημαίνει κάθε διαφορά εξ αφορμής της εφαρμογής του παρόντος Νόμου, καθώς και οποιοδήποτε συμπληρωματικό ή παρεμπίπτον θέμα (α) μεταξύ εργαζομένων ή υποψηφίων για απασχόληση και εργοδοτών ή των διαδόχων τους, (β) μεταξύ εργαζομένων και εργαζομένων ή των διαδόχων τους, (γ) μεταξύ εκπαιδευομένων ή καταρτιζομένων ή υποψηφίων για επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση και των παρεχόντων τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση ή με οποιοδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην οργάνωση, παροχή ή χρηματοδότησή τους ή των διαδόχων τους, (δ) μεταξύ ελεύθερων επαγγελματιών ή υποψηφίων για άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος και των νομικών προσώπων ή οργανισμών δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου που ρυθμίζουν την πρόσβαση στο ελεύθερο επάγγελμα, τους όρους και τις συνθήκες άσκησης ή τερματισμού της άσκησής του ή την πρόσβαση σε εκπαίδευση ή κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένης και της πρακτικής εξάσκησης που απαιτείται για την πρόσβαση στο ελεύθερο επάγγελμα και την άσκησή του·
«εργοδότης» σημαίνει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, σε οποιοδήποτε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή κλάδο δραστηριότητας, που απασχολεί ή απασχολούσε εργαζομένους·
«θετικές δράσεις» σημαίνει μέτρα τα οποία, προς το σκοπό εξασφαλίσεως πλήρους και ουσιαστικής ισότητας ανδρών και γυναικών στον επαγγελματικό βίο, προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα για τα άτομα του φύλου που εκπροσωπείται λιγότερο σε θέσεις εργασίας ή βαθμίδες επαγγελματικής ιεραρχίας ή τομείς επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, και κυρίως για τις γυναίκες, ώστε να τα διευκολύνουν να ασκήσουν μια επαγγελματική δραστηριότητα, ή τα οποία προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία των ατόμων αυτών. Δεν αποτελούν θετικές δράσεις τα μέτρα προστασίας των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας ή μητρότητας·
«Κυβέρνηση της Δημοκρατίας» περιλαμβάνει τη Δημόσια Υπηρεσία, τη Δικαστική Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, τις Ένοπλες Δυνάμεις και τις Δυνάμεις Ασφαλείας·
«μονομερής βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας» σημαίνει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή εν γένει συμπεριφορά του εργοδότη ή άλλου προσώπου, το οποίο είναι αρμόδιο ή υπεύθυνο για τον καθορισμό ή την τροποποίηση των συνθηκών απασχολήσεως, που προκαλεί άμεση ή έμμεση, υλική ή ηθική, ζημιά στον εργαζόμενο ή προσβάλλει, με οποιοδήποτε τρόπο, την προσωπικότητα ή την αξιοπρέπεια του·
«πρακτική» σημαίνει κάθε επαναλαμβανόμενη μονομερή πράξη ενός φυσικού ή νομικού προσώπου ή οργανισμού, δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, οπωσδήποτε και εάν εκδηλώνεται, που είναι σχετική με τα ρυθμιζόμενα με τον παρόντα Νόμο θέματα·
«πράξη» περιλαμβάνει και την παράλειψη·
«προστατευτικοί κανόνες» σημαίνει πάσης φύσεως και προελεύσεως κανόνες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που περιέχονται σε διατάξεις νόμων, διοικητικών πράξεων, εσωτερικών κανονισμών επιχειρήσεων, σχεδίων υπηρεσίας και συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που προστατεύουν τις γυναίκες από ορισμένες εργασίες ή συνθήκες απασχολήσεως, πλην των κανόνων προστασίας των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας ή μητρότητας·
«σεξουαλική παρενόχληση» σημαίνει ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως ή άλλη συμπεριφορά βασιζόμενη στο φύλο, η οποία θίγει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών κατά την απασχόληση ή την επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση ή κατά την πρόσβαση σε απασχόληση ή επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση και εκφράζεται λόγω ή έργω·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.