1. Σε περίπτωση που τα ενδιαφερόμενα φυσικά ή νομικά πρόσωπα παραβαίνουν ορό ή υποχρέωση απορρέουσα από διάταγμα εκδιδόμενο βάσει του άρθρου 154 (δυνητικές εξαιρέσεις), η κατά το άρθρο 8 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989 Επιτροπή μπορεί, προκειμένου να τερματίσει την παράβαση αυτή, –
να απευθύνει συστάσεις στα πρόσωπα αυτά, και
σε περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά δεν συμμορφώνονται στις συστάσεις αυτές και ανάλογα με την σοβαρότητα της συγκεκριμένης παραβάσεως, να εκδίδει απόφαση, η όποια είτε τους απαγορεύει ή τους επιβάλλει ορισμένες πράξεις είτε αποσύρει μεν το ευεργέτημα της ομαδικής εξαιρέσεως που απολαμβάνουν, άλλα συγχρόνως τους παραχωρεί ατομική εξαίρεση, συμφώνα με το άρθρο 5 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, είτε αποσύρει το ευεργέτημα της ομαδικής εξαιρέσεως που απολαμβάνουν.
2. Αν η κατά την παράγραφο 1 Επιτροπή διαπιστώνει, είτε με δίκη της πρωτοβουλία είτε ύστερα από αίτηση φυσικού ή νομικού πρόσωπου επικαλουμένου έννομο συμφέρον, ότι σε μια ορισμένη περίπτωση μια συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική, στην οποία εφαρμόζεται ομαδική εξαίρεση παραχωρημένη συμφώνα με το άρθρο 154 (δυνητικές εξαιρέσεις), έχει αποτελέσματα ασυμβίβαστα με το άρθρο 4 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989 ή απαγορεύεται από το άρθρο 6 του ίδιου νόμου, η Επιτροπή μπορεί να αποσύρει το ευεργέτημα της ομαδικής εξαιρέσεως από τις εν λήγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές και να λαμβάνει όλα τα προσφορά μέτρα προς τερματισμό των παραβάσεων αυτών.
3. Πριν λάβει την κατά την παράγραφο 2 απόφαση, η κατά την παράγραφο 1 Επιτροπή μπορεί να απευθύνει συστάσεις στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για τον τερματισμό των παραβάσεων.