59.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του πιο πάνω εδαφίου, το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει Κανονισμούς, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για κάθε συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων του Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, οι οποίοι δύνανται να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
(α) Τις βασικές απαιτήσεις που πρέπει να πληροί το κάθε συγκεκριμένο προϊόν
(β) τις διαδικασίες εκτίμησης της συμμόρφωσης του κάθε προϊόντος με τις βασικές απαιτήσεις που οφείλει να εφαρμόζει ο κατασκευαστής·
(γ) τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του κατασκευαστή, του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του, του εισαγωγέα, του διανομέα και του υπεύθυνου εγκατάστασης προϊόντος, όπου αυτό είναι εφαρμόσιμο·
(δ) τυχόν συστήματα επαγρύπνησης που απαιτείται να λειτουργούν σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα·
(ε) τυχόν εγκρίσεις που δυνατό να απαιτούνται για τη μεταφορά συγκεκριμένων προϊόντων στη Δημοκρατία·
(στ) τη σήμανση συμμόρφωσης που πρέπει να φέρουν τα προϊόντα·
(ζ) τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων από την αρμόδια αρχή ή το Υπουργικό Συμβούλιο για την εφαρμογή των Κανονισμών για συγκεκριμένα προϊόντα, τα οποία δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
(η) τη συνεργασία μεταξύ περισσότερων αρμόδιων αρχών για την επιτήρηση της αγοράς·
(θ) οποιαδήποτε άλλα θέματα για τα οποία ο παρών Νόμος παρέχει εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση Κανονισμών.
(ι) την έκδοση εγκρίσεως ή συγκαταθέσεων μεταφοράς και διαμετακομίσεως σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα·
(ια) την εξουσία κατάσχεσης και δήμευσης συγκεκριμένων προϊόντων από την αρμόδια αρχή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με διατάξεις που αφορούν τη μεταφορά και διαμετακόμιση των προϊόντων αυτών·
(ιβ) τον καθορισμό τελών τα οποία εισπράττει η αρμόδια αρχή για την έκδοση εγκρίσεων, αδειών ή την παραχώρηση δικαιωμάτων, όπου αυτό απαιτείται από του Κανονισμούς·
(ιγ) τη δημιουργία αδικημάτων για την παράβαση διατάξεων τους και να προβλέπουν ποινές, ανάλογα με τη φύση της παράβασης, οι οποίες δεν δύνανται να υπερβαίνουν, σε περίπτωση φυλάκισης τα πέντε έτη και σε περίπτωση χρηματικής ποινής τις δέκα χιλιάδες λίρες.